Ποιο θα είναι η επόμενη μεγάλη τάση στο χώρο του ηλεκτρονικού εμπορίου; Αυτή είναι μία από τις ερωτήσεις που απασχολούν όλους όσους ασχολούνται με το χώρο των online πωλήσεων.
Μερικές φορές, πάντως, η απάντηση βρίσκεται στις τάσεις που βλέπουμε στον ευρύτερο χώρο των ψηφιακών τεχνολογιών και συσκευών. Για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή μία από τις βασικές τάσεις σχετίζεται με τη χρήση περισσότερο «φυσικών» μεθόδων για την επικοινωνία μας με τις διάφορες ψηφιακές συσκευές.
Τα πληκτρολόγια είναι πολύ πρακτικά και χρήσιμα και θα συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται για την δημιουργία περιεχομένου αλλά η αφή και η φωνή δείχνουν να είναι οι μέθοδοι που προτιμούν όλο και περισσότεροι καταναλωτές.
Ειδικά, η φωνή δείχνει να είναι από τα μεγάλα στοιχήματα των παγκόσμιων κολοσσών. Η εξέλιξη των εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν μία σειρά από φορητές συσκευές, τις οποίες ορισμένοι αποκαλούν «έξυπνα ηχεία», οι οποίες μπορούν να δεχθούν φωνητικές εντολές και να «αντιδράσουν» σε αυτές.
Πιο γνωστά μοντέλα το Amazon Echo και το Google Home, με το πρώτο να σου δίνει τη δυνατότητα ακόμη και να κάνεις αγορές με τη χρήση φωνητικών εντολών μέσω φυσικά του Amazon.com!
Τέτοιου είδους συσκευές δεν έχουν έρθει ακόμη στην Ελλάδα αλλά είναι βέβαιο ότι θα έρθουν πιο σύντομα από ότι περιμένει κανείς.
Και μπορεί η δυνατότητα για αγορές με τη χρήση της φωνής να είναι σχετικά περιορισμένη αλλά δεν απέχει και πολύ η ημέρα που θα μπορείς να κλείνεις εισιτήρια για τον κινηματογράφο λέγοντας απλά: «θέλω 3 εισιτήρια για τη βραδινή παράσταση της τάδε ταινίας». Και στη συνέχεια απλά να «συζητάς» με τη συσκευή για τη σειρά που προτιμάς!
Κάποιοι θα πουν ότι είναι ένα σενάριο αρκετά μακρινό, αλλά νομίζω ότι αν πριν από 10 χρόνια υποστήριζες ότι το 2018 το μόνο που θα χρειάζεσαι είναι ένα κινητό τηλέφωνο για να καλύψεις όλες τις ανάγκες σου, πολλοί θα σου έλεγαν ότι υπερβάλλεις.
Πλέον, όμως, είναι πραγματικότητα και δεν νοείται site που να μην είναι mobile responsive ώστε να προσφέρει την καλύτερη δυνατή εμπειρία.
Το ίδιο συμβαίνει και με τη φωνή. Μπορεί να είναι νωρίς αλλά σιγά σιγά όλοι όσοι ασχολούνται με το ηλεκτρονικό εμπόριο θα πρέπει να αρχίσουν να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους το γεγονός ότι δεν είναι και πολύ μακριά η ημέρα που οι αγορές θα γίνονται και φωνητικά.
Κάτι που επηρεάζει διάφορα σημεία και τομείς της σχέσης με τον πελάτη αλλά και των υποδομών και των καναλιών υποστήριξης του online καταστήματος.
Και μάλλον είναι καλύτερα να ξεκινήσεις να σκέφτεσαι τις αλλαγές που πρέπει να κάνεις σχετικά νωρίς προκειμένου ούτε να βρεθείς προ εκπλήξεων ούτε να χρειάζεται να «τρέχεις» για να προλάβεις -για μία ακόμη φορά- τη νέα τάση που αλλάζει.
Άλλωστε, το ηλεκτρονικό εμπόριο έχει αποδειχθεί ότι είναι πλέον ένας αγώνας δρόμου…
Η αίσθηση που έχει ο περισσότερος κόσμος είναι ότι στο Διαδίκτυο η πρόσβαση στο περιεχόμενο και σε υπηρεσίες είναι χωρίς κανένα κόστος.
Φυσικά, δεν αναφέρομαι σε υπηρεσίες όπως είναι το Spotify και το Netflix, αλλά σε εφαρμογές όπως είναι το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Και με αφορμή την υπόθεση του Facebook και την αγωνία πολλών για τα προσωπικά δεδομένα, θα πρέπει πλέον να αναρωτηθούμε: πόσοι θα πλήρωναν συνδρομή στο Facebook ή στη Google για το Gmail για μία έκδοση τους που δεν θα συγκέντρωνε και αξιοποιούσε προσωπικά δεδομένα;
Είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον να χρησιμοποιείς το Facebook για να καταγγείλεις το …Facebook ότι «κλέβει» τα προσωπικά δεδομένα σου! Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να υπερασπιστώ το Facebook ή τη Google ή τον όποιο άλλο μεγάλο κολοσσό της τεχνολογίας έχει καταλήξει να εξελιχθεί σε Big Brother.
Αλλά αναρωτιέμαι πόσο διατεθειμένοι είμαστε να πληρώνουμε για υπηρεσίες που είναι πλέον βασικό κομμάτι της καθημερινότητας μας προκειμένου να μην χρησιμοποιεί κανείς δεδομένα που παράγουμε εμείς.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, τις εταιρείες που αξιοποιούν τα δεδομένα δεν τις ενδιαφέρουν τα «απόλυτα» προσωπικά δεδομένα μας, ήτοι ότι ονομάζομαι Δημήτρης Μαλλάς και μένω στην τάδε διεύθυνση και έχω γεννηθεί τη δείνα ημερομηνία.
Περισσότερο τους ενδιαφέρει ότι ένας άνδρας που είναι μεταξύ 40 και 50 ετών, μένει στην Αθήνα κάνει συγκεκριμένες επιλογές και ακόμη πιο συγκεκριμένες αναζητήσεις. Με αυτά τα δεδομένα μπορούν να του προτείνουν να αγοράσει προϊόντα ή να κάνει χρήση υπηρεσιών που βρίσκονται -θεωρητικά τουλάχιστον- πιο κοντά στις προτιμήσεις του.
Πιο πιθανό είναι να δεις μία διαφήμιση για ανδρικά πορτοφόλια, αν έχεις κάνει μία σχετική αναζήτηση, παρά μία για ανδρικά παπούτσια.
Τα παραπάνω παραδείγματα είναι, φυσικά, αρκετά απλοϊκά αλλά δείχνουν γιατί υπάρχουν τόσες πολλές υπηρεσίες και τόσο πολύ περιεχόμενο που διατίθεται δωρεάν στο Διαδίκτυο.
Η Google, το Facebook, η Amazon, η Apple και αρκετές ακόμη εταιρείες έχουν κέρδη δεκάδες δισ. δολάρια αξιοποιώντας τα δεδομένα που συγκεντρώνουν από τη χρήση των δωρεάν υπηρεσιών τους. Μόνο που τελικώς τίποτα δεν είναι δωρεάν στο Διαδίκτυο, όπως έχει αποδειχθεί πολλάκις.
Το πραγματικό ερώτημα είναι αν είμαστε έτοιμοι -προκειμένου να προστατεύσουμε τα προσωπικά δεδομένα μας- να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε αυτές τις δωρεάν υπηρεσίες. Δεν είμαι και τόσο βέβαιος.
Στο παρελθόν, έχουν υπάρξει αρκετές σχετικές προσπάθειες, οι οποίες στέφθηκαν με απόλυτη αποτυχία. Γενικώς, δεν είναι διόλου απλό να πείσεις κάποιον καταναλωτή να πληρώσει για κάτι που είχε ως τώρα δωρεάν. Έστω και αν αυτό το δωρεάν, δεν ήταν καθόλου δωρεάν…
Στην εποχή του Netflix και του Spotify πολλοί είναι εκείνοι που νομίζουν ότι πριν από αυτές τις πλατφόρμες κανείς δεν είχε δοκιμάσει να προσφέρει υπηρεσίες συνδρομητικές υπηρεσίες με video ή/και μουσικό περιεχόμενο.
Πρόκειται για μία αρκετά λανθασμένη εντύπωση. Αντίστοιχες προσπάθειες είχαν υπάρξει και μάλιστα πολλές, αλλά στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων ήταν παταγώδεις αποτυχίες.
Ενδεχομένως, κάποιος να πει ότι η διαφορά των Netflix – Spotify με τις προηγούμενες προσπάθειες να ήταν ότι πλέον υπάρχουν συνδέσεις που προσφέρουν πολύ καλύτερες ταχύτητες λήψης δεδομένων και επιπλέον οι καταναλωτές έχουν ωριμάσει.
Διαφωνώ. Η μεγάλη διαφορά είναι η προσέγγιση που ακολουθούν τόσο το Netflix όσο και το Spotify. Και η διαφορά είναι ότι χρησιμοποιούν αλγόριθμους προκειμένου να προτείνουν περιεχόμενο στον χρήστη της υπηρεσίας τους. Ήτοι δεν τον αφήνουν να ψάξει μόνος του αλλά του κάνουν οι ίδιοι προτάσεις. Και η εμπειρία βελτιώνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Η πραγματική μαγεία του Netflix και του Spotify δεν είναι ότι υπάρχει εξαιρετικά πολύ διαθέσιμο περιεχόμενο. Ο πιο ελκυστικός λόγος για να χρησιμοποιήσει κανείς μία από τις δύο υπηρεσίες δεν είναι άλλος από το ότι έχεις τη δυνατότητα να ανακαλύψεις περιεχόμενο που σου αρέσει αλλά ενδεχομένως δεν το ήξερες.
Βέβαια, θα πρέπει οι προτάσεις να είναι και σωστές. Και εκεί παίζει ρόλο ο αλγόριθμος που χρησιμοποιείται. Είναι ο τομέας όπου εταιρείες όπως το Netflix, το Spotify, η Google και η Amazon δίνουν ιδιαίτερη προσοχή και έμφαση. Γιατί πλέον δεν φθάνει να έχεις τα στοιχεία και τις προτιμήσεις του καταναλωτή.
Θα πρέπει να μπορείς και να του παρέχεις περιεχόμενο, προτάσεις κ.ά. πολύ γρήγορα και με τον σωστό τρόπο προκειμένου όχι μόνο να τον κρατήσεις αλλά και να τον κάνει πιστό πελάτη. Σημειωτέον πως δεύτερη ευκαιρία δεν έχεις. Αν δεν πετύχεις τον συγκεκριμένο στόχο με την πρώτη, δύσκολα θα σε ξαναδοκιμάσει ο καταναλωτής.
Netflix και Spotify πέτυχαν ακριβώς αυτό: οι προτάσεις τους να είναι κοντά στις προτιμήσεις των χρηστών τους, να τους δίνουν την ευκαιρία να ανακαλύψουν καινούριο περιεχόμενο και να έχουν μία πολύ καλύτερη εμπειρία.
Οι αλγόριθμοι είναι το κλειδί της επιτυχίας σε δύο από τα μεγαλύτερα success stories των ‘10s όσον αφορά όχι μόνο τον χώρο του Διαδικτύου αλλά ολόκληρο τον κλάδο της ψυχαγωγίας και της διασκέδασης. Γιατί οι συγκεκριμένες δύο υπηρεσίες έχουν αλλάξει καθοριστικά τον τρόπο με τον οποίο ψυχαγωγούμαστε. Και ίσως γι’ αυτό θα πρέπει να αρχίσουμε να μιλάμε για την εποχή των αλγορίθμων.
Η σημασία του ήχου
Ποια είναι η κατηγορία προϊόντων τεχνολογίας που συνήθως παίρνει μικρή δημοσιότητα αλλά παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης; Κλασική ερώτηση θα μου πείτε αν και στην προκειμένη περίπτωση η απάντηση που θα ήθελα να δώσω εγώ είναι απλή: τα προϊόντα που σχετίζονται με τον ήχο!
Ακουστικά, ηχεία και γενικότερα οτιδήποτε έχει σχέση με το κομμάτι της μουσικής απόλαυσης δείχνει να παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια. Μία βόλτα από φυσικά ή ηλεκτρονικά καταστήματα νομίζω πως είναι κάτι παραπάνω από αρκετή για να σας πείσει.
Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι πλέον βλέπουμε και νέες κατηγορίες προϊόντων, όπως είναι, για παράδειγμα, τα ασύρματα φορητά ηχεία που έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα δημοφιλή και στην Ελλάδα.
Όσοι ασχολούνται με το χώρο του Διαδικτύου θα πρέπει πάντως και αυτοί να ασχοληθούν λίγο παραπάνω με το κομμάτι του ήχου. Και αυτό γιατί οι απαιτήσεις των καταναλωτών αρχίζουν πλέον και αυξάνονται και στο συγκεκριμένο κομμάτι.
Το MP3 και γενικά τα format συμπίεσης είναι πολύ δημοφιλή διότι πολύ απλά μειώνουν σημαντικά τον όγκο ενός μουσικού αρχείου.. Όμως, το MP3, όπως και άλλα αντίστοιχα formats (π.χ. το AAC που χρησιμοποιεί η Apple στο iTunes) είναι ένα πρότυπο συμπίεσης που οδηγεί σε «απώλεια» όσον αφορά στην ποιότητα και αυτό είναι σημαντικό μειονέκτημα για τους λάτρεις της ποιοτικής μουσικής, οι οποίοι αρχίσουν να στρέφονται στη χρήση νέων formats, όπου δεν υπάρχουν «απώλειες».
Τα πρότυπα όπως το MP3 είναι γνωστά ως lossy compression formats και ουσιαστικά σε αυτές τις περιπτώσεις ο χρήστης αποδέχεται ότι θα υπάρχουν απώλειες στην ποιότητα του ήχου προκειμένου το μέγεθος του αρχείου να είναι πιο εύκολα στην μεταφορά του.
Βέβαια, υπάρχουν διάφορα επίπεδα «απώλειας» και σε αρκετές περιπτώσεις το τελικό αποτέλεσμα είναι τέτοιο που το μη εξασκημένο αυτί να μην είναι σε θέση να κατανοήσει τις διαφορές που υπάρχουν.
Από την άλλη πλευρά, όσο μικρότερες είναι οι απώλειες τόσο μεγαλύτερο είναι το αρχείο με ότι και αν αυτό συνεπάγεται.
Για όσο καιρό οι ταχύτητες που υποστήριζε το Διαδίκτυο δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλές, τα formats συμπίεσης ήταν η κατάλληλη λύση προκειμένου να είναι εφικτή η αποστολή αρχείων μεταξύ των χρηστών.
Επιπλέον, ο αποθηκευτικός χώρος στις φορητές συσκευές δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλος οπότε το ΜΡ3 ήταν το κατάλληλο format για να έχει κάποιος σε ένα music player με 2 ή 4 GB αποθηκευτικό χώρο έναν διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό τραγουδιών.
Όμως, τα τελευταία χρόνια οι απαιτήσεις των χρηστών όσον αφορά την ποιότητα της μουσικής έχουν αρχίσει να αυξάνονται με αποτέλεσμα να αναζητηθούν τρόποι ώστε οι «απώλειες» στην ποιότητα να περιοριστούν όσο το δυνατόν περισσότερο.
Έτσι, έκαναν την εμφάνιση τους τα αποκαλούμενα lossless compression formats. Και εδώ υπάρχει συμπίεση των δεδομένων κατά την αρχική μετατροπή από το πρωτότυπο αρχείο στο ψηφιακό αρχείο. Όμως, οι αλγόριθμοι που χρησιμοποιούνται είναι τέτοιοι που επιτρέπουν όταν το αρχείο αναπαράγεται να υπάρχει μία διαδικασία «ανακατασκευής» στην αρχική μορφή με αποτέλεσμα οι απώλειες να είναι πολύ περιορισμένες.
Το πιο γνωστό format σε αυτή την κατηγορία είναι το FLAC (Free Lossless Audio Codec), το οποίο συμπιέζει ένα αρχείο κατά 50%-60% αλλά μετά επιτρέπει την «ανακατασκευή» του με τέτοιο τρόπο ώστε η ποιότητα να είναι πολύ κοντά στην αρχική.
Αν και το FLAC είναι διαθέσιμο εδώ και 10 χρόνια, άργησε πολύ να γίνει δημοφιλές. Ο λόγος είναι πως δεν υπάρχουν πολλές εφαρμογές αναπαραγωγής πολυμέσων που να το υποστηρίζουν, κάτι που άρχισε να γίνεται μόλις τα τελευταία χρόνια με πιο γνωστή εφαρμογή του VLC.
Επιπλέον, η Apple δεν υποστήριζε –και συνεχίζει να μην το κάνει- την αναπαραγωγή αρχείων FLAC στις φορητές συσκευές της εκτός και αν ο χρήστης χρησιμοποιούσε ειδική εφαρμογή. Ένας λόγος ήταν επειδή προωθούσε το δικό της αντίστοιχο format, γνωστό παλαιότερο ως Apple Lossless, το οποίο έχει πλέον μετονομαστεί σε ALAC (Apple Lossless Audio Codec).
Αυτά τα δύο formats, μαζί με το WMA Lossless, είναι τα τρία πρότυπα που χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο για όσους θέλουν όσο το δυνατόν καλύτερη ποιότητα μουσικής οποιαδήποτε συσκευή και αν χρησιμοποιούν. Και απ’ ότι φαίνεται θα μας απασχολούν όλο και περισσότερο τα επόμενα χρόνια.
Από τότε που ξεκίνησα να ασχολούμαι με το Διαδίκτυο -κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90- ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα ήταν αυτό του κατά πόσον οι χρήστες ήταν διατεθειμένοι να πληρώνουν ή όχι για online υπηρεσίες ή για πρόσβαση σε online περιεχόμενο.
Η μορφή και η αρχιτεκτονική του Διαδικτύου είναι τέτοια που η πρόσβαση σε δωρεάν περιεχόμενο είναι αρκετά εύκολη. Βέβαια, όποιος δραστηριοποιείται επαγγελματικά στο Internet χρειάζεται να κερδίζει και κάτι για τον κόπο του αλλιώς δεν έχει και τόσο νόημα να ασχολείται με το μέσο όπως είναι προφανές.
Οι πρώτες προσπάθειες για συνδρομητικές υπηρεσίες δεν μπορούμε να πούμε ότι πήγαν και πολύ καλά. Ιδίως στον κλάδο των μέσων ενημέρωσης. Θα θυμηθώ, για παράδειγμα, το sport.gr, ένα από τα πρώτα συνδρομητικά sites ενημέρωσης στον ελληνικό κυβερνοχώρο, το οποίο ήταν μία καθ’ όλα αξιόλογη προσπάθεια αλλά πολύ απλά δεν άντεξε τον ανταγωνισμό του δωρεάν.
Η στροφή προς τις διαφημίσεις ως πηγή εσόδων έγινε πολύ γρήγορα, όχι μόνο για τους παροχείς περιεχομένου, αλλά για κάθε είδους online υπηρεσία. Αν νομίζει κανείς ότι οι υπηρεσίες της Google και του Facebook είναι δωρεάν, είναι τρομερά γελασμένος. Απλώς, το νόμισμα πλέον είναι τα δεδομένα των χρηστών, τα οποία οι τελευταίοι δίνουν με πολύ μεγάλη ευκολία.
Το μοντέλο της παροχής μίας υπηρεσίας δωρεάν με αντάλλαγμα ο χρήστης να βλέπει διαφημίσεις είναι αρκετά διαδεδομένο. Το YouTube με αυτό το μοντέλο λειτουργεί, ακόμη και υπηρεσίες όπως το Spotify έχουν μία τέτοια επιλογή. Και μάλιστα πρόκειται για μία πολύ δημοφιλή επιλογή.
Ακόμη και τα torrents, τα οποία «κατεβάζουν» πολλοί χρήστες για να δουν δωρεάν μία ταινία ή μία τηλεοπτική σειρά από τις διαφημίσεις επιβιώνουν. Και μάλιστα είναι και πολύ εκνευριστικός ο τρόπος με τον οποίο «πουσάρονται» οι διαφημίσεις. Αλλά αυτό είναι το αντίτιμο.
Έχω, όμως, την αίσθηση ότι κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει. Βλέπω όλο και περισσότερους χρήστες να είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν κάτι προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε καλό περιεχόμενο, να έχουν μία καλύτερη εμπειρία χρήσης από την υπηρεσία που χρησιμοποιούν. Το παράδειγμα του Netflix είναι νομίζω το πλέον χαρακτηριστικό.
Η μηνιαία συνδρομή δεν είναι ιδιαίτερα ακριβή και παρά το γεγονός ότι μπορείς να βρεις στα torrents sites όλο το περιεχόμενο του Netflix, ακόμη και τις δικές του παραγωγές, εκατομμύρια χρήστες σε ολόκληρο τον κόσμο προτιμούν να πληρώνουν τη μηνιαία συνδρομή. Πολύ απλά, επειδή η εμπειρία που έχουν είναι πολύ καλύτερη σε πολλαπλά επίπεδα.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με υπηρεσίες όπως το Spotify ή το Apple Music, ενώ σταδιακά βλέπουμε όλο και περισσότερα από τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης (π.χ. Financial Times, New York Times) να προωθούν τις συνδρομητικές υπηρεσίες τους.
Ο λόγος μάλλον απλός: σε αυτό το χαοτικό κόσμο με τόνους πληροφοριών και ειδήσεων να σε βομβαρδίζουν σε καθημερινή βάση, θες να πηγαίνεις κάπου και μέσα σε ελάχιστο χρόνο να έχεις την πληροφόρηση που θες. Και όχι να ψάχνεις σαν τρελός μέσα σε δεκάδες ενημερωτικά sites.
Το κυριότερο στοιχείο στην προκειμένη περίπτωση είναι πως πλέον πολλοί καταναλωτές δείχνουν διατεθειμένοι να πληρώσουν γι’ αυτό το περιεχόμενο, για να αποκτήσουν καλύτερη υπηρεσία. Ενδεχομένως, δεν θα πληρώσουν 50 ευρώ το μήνα για να έχουν πρόσβαση σε ένα πολύ καλό ειδησεογραφικό site, αλλά 10 ευρώ είναι αρκετά πιθανό.
Η σωστή τιμολόγηση είναι το κλειδί της επιτυχίας για τις συνδρομητικές υπηρεσίες. Και όχι μόνο για τα ειδησεογραφικά sites.
Υπάρχουν δεκάδες online υπηρεσίες που κάνουν τη ζωή μας στο γραφείο ή στην καθημερινότητα μας πιο εύκολη. Και είναι υπηρεσίες για τις οποίες αξίζει να πληρώσει κάτι. Αρκεί να μην είναι τεράστιο αυτό το ποσό.
H αρχή έγινε την Πέμπτη (11/01), όταν «έσκασε» το πρώτο επίσημο δημοσίευμα, δια χειρός (ακριβέστερα, δια πληκτρολογίου…) Άνταμ Μοσσέρι, επικεφαλής του τμήματος NewsFeed,στο Facebook.
Το οποίο, ούτε λίγο-ούτε πολύ, έλεγε πως το Facebook δημιουργήθηκε για να φέρνει τους ανθρώπους κοντύτερα τον έναν με τον άλλον και να «κτίζει» σχέσεις, συνδέοντάς τους μέσω της υπηρεσίας αυτής με συγγενείς και φίλους.
Καλά ως εδώ; Όλα καλά! «Γι’ αυτό, λοιπόν, τους επόμενους μήνες θα αναβαθμίσουμε τους μηχανισμούς προτεραιοτήτων, ώστε οι χρήστες μας να έχουν περισσότερες ευκαιρίες για διάδραση με τους ανθρώπους για τους οποίους νοιάζονται περισσότερο – το περιέγραψε κι ο Μαρκ, με ανάρτησή του, (νωρίτερα) σήμερα…» Ουπς! Κάτι σοβαρό συμβαίνει μάλλον εδώ…
Ο Μαρκ (Ζάκερμπεργκ), λοιπόν, είχε υπερθεματίσει νωρίτερα, τονίζοντας στη δική του ανάρτηση πως «είμαστε υπεύθυνοι να εξασφαλίσουμε ότι οι υπηρεσίες μας δεν είναι μόνο διασκεδαστικές για τους χρήστες, αλλά επίσης καλές για την ποιότητα ζωής τους»…
Ανάλογου ύφους ήταν και το σύντομο βιντεο που έδωσε το Facebook στη δημοσιότητα, με περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις αλλαγές που θα γίνουν τις επόμενες εβδομάδες.
Κεντρικό σημείο τους, η αλλαγή του αλγόριθμου που καθορίζει τις προτεραιότητες για κάθε χρήστη: ο Ασσάρι επιβεβαιώνει αρχικά πως το NewsFeed καταγράφει αντιδράσεις, σχόλια και διαμοιρασμό αναρτήσεων για κάθε χρήστη, αλλά με την αναβάθμιση θα δοθεί εφεξής προτεραιότητα «σε αναρτήσεις που προκαλούν συζητήσεις και σημαντική διάδραση μεταξύ των ανθρώπων.
Για να το επιτύχουμε αυτό, θα προβλέπουμε ποιες είναι οι πιθανές αναρτήσεις τις οποίες θα θέλατε να σχολιάσετε με τους φίλους σας και θα τις ανεβάζουμε στην κατάταξη… για παράδειγμα, μπορεί να είναι μια ανάρτηση φίλου ο οποίος ζητάει μια συμβουλή ή κάποιου άλλου που ζητάει πληροφορίες για ένα ταξίδι, ή ακόμα και μια ανάρτηση άρθρου ή βίντεο που σηκώνει συζήτηση»…
Για να συμπληρώσει ότι «θα δώσουμε προτεραιότητα στις αναρτήσεις από φίλους και συγγενείς έναντι του εμπορικού περιεχομένου, όπως άλλωστε επιτάσσουν και οι αρχές του newsFeed…»
Χμμμμ… Τώρα εγώ την απορία μου την έχω, για να είμαι ειλικρινής: εντάξει, την παρακολούθηση κι αν δεν την ξέραμε, τη μαντεύαμε – πάντα για το καλό μας και συχνότατα με τη συγκατάθεσή μας (γιατί, αλλιώς από smart device καταλήγεις να έχεις dumbdevice), τα cookies έκαναν δουλίτσα, καταγράφοντας όχι ανώνυμα στοιχεία (όπως, συχνά, λέγεται και γράφεται) αλλά εξατομικευμένα, με γούστα και προτιμήσεις, ώστε να φτάνει πάντα το κατάλληλο περιεχόμενο.
Αυτό, λέει τώρα, αλλάζει και μάλιστα -λόγω περιορισμένου χώρου του News Feed- αν δοθεί προτεραιότητα σε φίλους και συγγενείς, οι εμπορικές αναρτήσεις θα χάσουν πολύτιμο χώρο, «περιλαμβανομένων βίντεο και άλλου περιεχομένου από publishers ΜΜΕ ή εταιρίες», όπως παραδέχονται οι ίδιοι οι άνθρωποι του Facebook.
Μάλιστα, ο ίδιος ο Ζάκερμπεργκ παραδέχεται ότι η δημοτικότητα του γνωστότερου μέσου κοινωνικής δικτύωσης θα μειωθεί ως αποτέλεσμα αυτής της απόφασης, αλλά -ακόμα κι έτσι- ο ίδιος προτιμάει να κάνει το σωστό κι ο -έστω λιγότερος- χρόνος που θα περνάνε οι χρήστες στο Facebook να είναι πιο ποιοτικός…
Κι εγώ ξαναγυρίζω στην απορία μου – πώς στην οργή θα καταλαβαίνει ο φοβερός αλγόριθμος ποια ανάρτηση φίλου ή γνωστού θέλω εγώ να δω ή αξίζει περισσότερο, για να μου τη στείλει να τη διαβάσω ή να τη σχολιάσω;
Πώς θα κρίνει εκείνος για ποιες ταινίες ή βιβλία θέλω να συζητήσω και με ποιόν; Γιατί -κακά τα ψέματα- πολλοί «φίλοι» κι ακόμα περισσότεροι συγγενείς είναι εγγεγραμμένοι στη «δύναμη» για συμβατικούς λόγους – συχνά γιατί μια άρνηση θα είχε δυσάρεστες κοινωνικές και οικογενειακές συνέπειες.
Να δούμε, βεβαίως, πώς θα γίνει η υλοποίηση της νέας τακτικής, αλλά εμένα κάτι δεν μου πάει καλά…
Κι όχι μόνον εμένα, αλλά και των επενδυτών (καθότι το Facebook τυγχάνει εταιρία εισηγμένη στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης), οι οποίοι δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενθουσιασμό γι’ αυτή την πρωτοβουλία, που μάλλον θα φέρει λιγότερες διαφημίσεις, άρα και λιγότερα κέρδη: οι μετοχές της εταιρίας έχασαν ποσοστό 3,9%, μετά την ανακοίνωση, με αποτέλεσμα ο ίδιος ο Ζάκερμπεργκ να χάσει μέσα σε μια ημέρα 2,9 δισεκατομμύρια δολάρια από την περιουσία του – βεβαίως, δεν ανησυχεί ιδιαίτερα, καθώς ο Δείκτης Δισεκατομμυριούχων του Bloomberg τον εμφανίζει -ακόμα και έπειτα από αυτή τη «ζημιά»- να έχει άλλα 74,4 δις, για να ζήσει αξιοπρεπώς…
Γιατί, όμως, πήρε αυτή την απόφαση;
Η σχετική σχολιογραφία, δεν με φώτισε – ίσως να είναι και νωρίς, ακόμα… Έχει να κάνει με τις φημολογούμενες πολιτικές του φιλοδοξίες, που επιβάλουν την έξωθεν καλή μαρτυρία; (πολύ περισσότερο, αν ισχύσουν τα σενάρια που θέλουν την Όπρα Γουίνφρεϊ αντίπαλο του Ντόναλντ Τραμπ, στις επόμενες αμερικανικές εκλογές!)
Έχει να κάνει με κάποια μακροπρόθεσμα σχέδια που εμείς δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούμε να συλλάβουμε; (ας χάσουμε κάποια δημοφιλία τώρα – θα την κερδίσουμε στο μέλλον διπλή…)
Έχει να κάνει με την είσοδο του ίδιου σε ωριμότερη εποχή (κλείνει τα 34 τον Μάιο) και την προσωπική του δέσμευση να κάνει κάτι για τα fakenews που κατακλύζουν το Facebook;
Ή, μήπως, έχει να κάνει με την προσπάθειά του να καθαρίσει την ήρα από το στάρι, πιθανότατα με το αζημίωτο, δηλ. με νέες (υψηλότερες, προφανώς) ταρίφες για χρήστες και διαφημιζόμενους, για να χαίρονται τη μελλοντική καθαρότερη υπηρεσία; Υπομονή! Θα δείξει…
Τις προηγούμενες δεκαετίες στην Ελλάδα -και όχι μόνο- η άποψη που υπήρχε όσον αφορά τη μηχανοργάνωση μίας επιχείρησης ήταν ότι ο όποιος εξοπλισμός κρινόταν απαραίτητος για τη λειτουργία της εταιρείας θα πρέπει να αγοραζόταν.
Μάλιστα, στην Ελλάδα είχαμε φθάσει στο σημείο, οι επιλογές να γίνονται με βάση την τιμή απόκτησης και ελάχιστοι ήταν εκείνοι που έσπευδαν να υπολογίσουν πόσο θα ήταν το κόστος χρήσης κάποιας συσκευής.
Πρόκειται για μία πολύ σημαντική επισήμανση, καθώς πολλοί αγόραζαν, για παράδειγμα, έναν εκτυπωτή με βάση την τιμή πώλησης και μετά παραπονιόντουσαν για τα ακριβά αναλώσιμα! Η έννοια του συνολικού κόστους χρήσης (total cost of ownership–TCO) ήταν άγνωστη για τη συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων.
Όμως, κάτι πλέον δείχνει να αλλάζει και στην Ελλάδα πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Ενδεχομένως, αυτό να οφείλεται και στην παρατεταμένη οικονομική κρίση που είχε ως αποτέλεσμα πολύ απλά να μην περισσεύουν χρήματα προκειμένου η επιχείρηση να αγοράσει νέους υπολογιστές, εκτυπωτές, servers ή νέες άδειες χρήσης για εφαρμογές που θα τις βελτίωναν την καθημερινή λειτουργία και θα αύξαναν την παραγωγικότητα.
Και πλέον έχει αρχίσει και στη χώρα να γίνεται όλο και πιο δημοφιλές το «as a service ».
Πρακτικά, οτιδήποτε έχει σχέση με την πληροφορική μπορεί να δοθεί ως υπηρεσία. Η λογική του cloud computing έχει αλλάξει τα δεδομένα και με τις τηλεπικοινωνιακές συνδέσεις να έχουν πλέον φθάσει σε αρκετά καλά επίπεδα -τουλάχιστον στη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων- είναι εφικτό να έχεις τις εφαρμογές και τα δεδομένα σου στο « σύννεφο ».
Παράλληλα, όμως, ως υπηρεσία αρχίζουν να προσφέρονται και άλλες λειτουργίες, όπως η εκτύπωση με το managing printing services να έχει αρχίσει να κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μία σημαντική αλλαγή νοοτροπία από την πλευρά των επιχειρήσεων που συνειδητοποιούν ότι η πληροφορική είναι προτιμότερο να αποτελεί μέρος των λειτουργικών δαπανών (operating expenses –OPEX) και ουχί μέρος των κεφαλαιουχικών δαπανών (capital expenses – CAPEX).
Ιδίως στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας, η αλλαγή αυτή είναι κάτι παραπάνω από εμφανής και δείχνει ότι πλέον έχουμε αρχίσει να προσαρμοζόμαστε στα διεθνή δεδομένα.
Ειδικά για το χώρο του ηλεκτρονικού εμπορίου, πάντως, η αλλαγή αυτή βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και αρκετό καιρό. Με το cloud, ένα ηλεκτρονικό κατάστημα μπορεί να στηθεί οπουδήποτε και με σχετικά χαμηλό κόστος, χωρίς το τελευταίο να σημαίνει ότι η ποιότητα των υπηρεσιών προς τους πελάτες θα είναι κακή.
Το αντίθετο θα έλεγε κανείς δεδομένου ότι με τις cloud υπηρεσίες μπορείς να έχεις στη διάθεση σου την πιο εξελιγμένη έκδοση των διαθέσιμων εφαρμογών.
Και αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα.
Μέχρι τώρα, η διαδικασία της πληρωμής ήταν ένα από τα βασικά κομμάτια οποιασδήποτε αγοράς ή συνδιαλλαγής. Στο μέλλον, όμως, οι πληρωμές ενδεχομένως να είναι κάτι που θα υπάρχει μεν, αλλά δεν θα μας απασχολεί καθώς θα βρίσκονται στο …πίσω μέρος. Θα είναι κατά κάποιον τρόπο, «αόρατες».
Τι εννοούν με την έννοια «αόρατες πληρωμές» όσοι υιοθετούν αυτή την προσέγγιση; Πολύ απλά, ότι η διαδικασία της πληρωμής θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα απασχολεί τον καταναλωτή καθώς θα πραγματοποιείται αυτόματα -με τη χρήση ψηφιακών συστημάτων και καρτών- μετά την ολοκλήρωση μίας αγοράς!
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πιλοτικό κατάστημα της Amazon, όπου οι καταναλωτές κάνουν τις αγορές τους, βάζουν τα ψώνια μέσα σε ένα «έξυπνο» καρότσι και φεύγοντας από το κατάστημα αυτόματα χρεώνεται η κάρτα που έχουν συνδέσει με τον λογαριασμό τους στο Amazon! Πρόκειται για το πιο «προχωρημένο» παράδειγμα, αλλά και ένα δείγμα του τι έρχεται.
Πρακτικά, αντίστοιχες περιπτώσεις υπάρχουν ήδη και στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, στο Beat και στο Uber, η χρέωση γίνεται στην κάρτα που έχεις περασμένο στο app, χωρίς καμία άλλη κίνηση από εσένα.
Σε apps παραγγελίας φαγητού, το μόνο που κάνεις είναι να βάλεις τον τριψήφιο αριθμό από την πίσω πλευρά της κάρτας που έχεις περάσει στο σύστημα. Και αντίστοιχα, σε όλο και περισσότερο online εμπορικά καταστήματα, ο χρήστης περνά τα στοιχεία μίας κάρτας του και μετά το μόνο που απαιτείται είναι ο τριψήφιος αριθμός που λέγαμε πριν.
Καθώς, όμως, αρχίζουμε και περνάμε σε συστήματα πληρωμών που βασίζονται σε βιομετρικά στοιχεία αναγνώρισης, ακόμη και η πληκτρολόγηση ενός ΡΙΝ δεν θα είναι καν απαραίτητη σε λίγο.
Πλέον, τα smartphones αρχίζουν να χρησιμοποιούνται και για πληρωμές, οπότε δεν είναι μακριά η ημέρα που θα λες απλά «πλήρωσε» και η πληρωμή θα γίνεται άμεσα. Ενδεχομένως, αυτή η αυτοματοποίηση να είναι και το κλειδί που θα οδηγήσει στην κατάργηση των μετρητών.
Βέβαια, έχουμε αρκετό δρόμο προκειμένου να φθάσουμε σε κάτι τόσο προχωρημένο. Υπάρχουν ουκ ολίγα θέματα ασφαλείας που πρέπει να επιλυθούν. Όμως, τα πρώτα βήματα έχουν γίνει.
Και θα ακολουθήσουν και άλλα. Και η ημέρα που οι πληρωμές θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα μας απασχολεί ως καταναλωτές δεν είναι και πολύ μακριά. Το μόνο ερώτημα θα είναι απλά, αν θα έχουμε αρκετά διαθέσιμα χρήματα για να πραγματοποιούμε τις αγορές που θέλουμε.
Εάν θέλει κανείς να κρατήσει ένα βασικό συμπέρασμα από το φετινό Mobile World Congress θα ήταν πολύ απλά ότι η Ευρώπη -παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις στελεχών της ΕΕ- μένει πίσω στην παγκόσμια τεχνολογική αγορά! Και αν δεν κάνει κάτι γρήγορα, τότε θα βρεθεί προ πολλών δυσάρεστων εκπλήξεων.
Στη Βαρκελώνη, η αφορμή ήταν οι δηλώσεις των διευθύνοντων συμβούλων της Nokia και της Ericsson, ήτοι των δύο κορυφαίων ευρωπαϊκών εταιρειών τεχνολογίας, που έκαναν λόγο για μία Ευρώπη που μένει πίσω από την Ασία και τις ΗΠΑ όσον αφορά την εμπορική λειτουργία των δικτύων 5G.
Αλλά αν έβλεπε κανείς το πάνελ όπου συμμετείχε ο Ευρωπαίος Επίτροπος, Άντρους Άνσιπ και ο επικεφαλής της ρυθμιστικής αρχής της αμερικανικής αγοράς επικοινωνιών (FCC), Ατζίτ Πάι, θα καταλάβαινε κανείς τι εννοώ.
Οι Αμερικανοί είναι πολύ επιθετικοί, ενδεχομένως υπερβολικά φιλελεύθεροι για τα ευρωπαϊκά μέτρα και σταθμά, αλλά στην προκειμένη περίπτωση έχουν καταφέρει να δώσουν τέτοια ώθηση στα δίκτυα νέας γενιάς που η Ευρώπη δεν μπορεί να ακολουθήσει.
Το πρόβλημα της Ευρώπης είναι πως είναι 28 χώρες, υποστηρίζουν πολλοί, σπεύδοντας να προσθέσουν ότι στις ΗΠΑ υπάρχουν 4 μεγάλοι πάροχοι και αυτό είναι. Όμως, και στην Ευρώπη η πραγματικότητα είναι πως πρακτικά έχουν επιβιώσει 6 μεγάλοι τηλεπικοινωνιακοί όμιλοι με παρουσία σε πολλαπλές χώρες.
Το πραγματικό πρόβλημα της ΕΕ είναι η γραφειοκρατία και η έλλειψη ευελιξίας, όπως, φυσικά, και η καθυστέρηση στην προσαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου στις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις.
Η ΕΕ κάνει λόγο τα τελευταία χρόνια για προσπάθεια να επαναφέρει την Ευρώπη στην τεχνολογική πρωτοκαθεδρία. Όμως, παρά τις δηλώσεις και τα προγράμματα που έχουν ανακοινωθεί, η Γηραιά Ήπειρος παραμένει …γηραιά.
Αν καθίσει κανείς να το σκεφτεί, στο χώρο του Διαδικτύου όλα τα μεγάλα ονόματα προέρχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες (Apple, Microsoft, Google, Facebook, Amazon κλπ) ή την Κίνα (Alibaba, WeChat) με την Ιαπωνία να έχει απλά μία πολύ ενδιαφέρουσα εταιρεία στο χώρο του ηλεκτρονικού εμπορίου (Rakuten).
Στην Ευρώπη με εξαίρεση τις Ericsson, Nokia και SAP δεν υπάρχει κάποια εταιρεία που να μπορεί να χαρακτηριστεί ως παγκόσμιος κολοσσός στο χώρο δραστηριοποίησης.
Ενδεχομένως, η κατάσταση να είναι λίγο καλύτερη στις τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες χάρη σε ομίλους όπως η Vodafone, η Telefonica, η Orange και η DeutscheTelekom, αλλά σε γενικές γραμμές η Γηραιά Ήπειρος αποδεικνύεται …γηρασμένη.
Ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη του ότι από το νέο κύμα εταιρειών με απήχηση στο κοινό, μόνο το Spotify έχει την έδρα του στην Ευρώπη!
Για να μπορέσει να παραμείνει ανταγωνιστική η Ευρώπη θα πρέπει να κάνει όχι απλά βήματα, αλλά άλματα προόδου τα επόμενα χρόνια.
Χρειάζεται πλάνο, στρατηγική και θέληση για αλλαγή κανόνων σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλούνται να σπάσουν …αυγά.
Και πρέπει να το κάνουν γρήγορα. Διαφορετικά, θα χαθεί ένα πολύ σημαντικό τρένο: αυτό της ψηφιακής επανάστασης.
Μία από τις τελευταίες τάσεις στο Web είναι η χρήση των αποκαλούμενων chatbots από όλο και περισσότερες ιστοσελίδες και δη ηλεκτρονικά καταστήματα, τα οποία προσπαθούν να βελτιώσουν το επίπεδο της εξυπηρέτησης των επισκεπτών – πελατών τους.
Τα chatbots είναι ουσιαστικά ένα νέο κανάλι αυτοματοποιημένης επικοινωνίας. Ο πελάτης κάνει μία ερώτηση (γραπτώς προς το παρόν, αλλά έρχεται και η φωνητική πληκτρολόγηση) και παίρνει μία απάντηση από το ειδικό «ρομποτάκι» που έχει εγκατασταθεί.
Το κόλπο είναι να καταλάβει το chatbot ποια είναι η ερώτηση και να ψάξει να βρει τη σωστή απάντηση. Το σύστημα αυτό δουλεύει πολύ καλύτερα όταν οι ερωτήσεις είναι συγκεκριμένες και η απάντηση βρίσκεται μέσα στη βάση δεδομένων.
Για παράδειγμα, αν η ερώτηση στο chatbot είναι αν έχει φθάσει μία πτήση, τότε πολύ απλά ψάχνει στο σύστημα του αεροδρομίου για να δει αν όντως έχει αφιχθεί ή όχι. Απλά, θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο για ποια πτήση ενδιαφέρεται ο πελάτης.
Το σημαντικότερο πλεονέκτημα του chatbot είναι πως επιτρέπει την παροχή εξυπηρέτησης 24 ώρες την εβδομάδα, 7 ημέρες την εβδομάδα. Και με δεδομένο ότι όπως εκτιμούν οι ειδικοί σχεδόν το 80% των ερωτήσεων που γίνονται στα call centers αφορά σχετικά απλά πράγματα (π.χ. τι ώρα κλείνει το κατάστημα, υπάρχει διαθέσιμο το τάδε προϊόν, ήρθε η δείνα παραγγελία), το chatbot είναι μία εξαιρετικά πρακτική λύση.
Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι τα chatbots πρόκειται να αντικαταστήσουν πλήρως τον ανθρώπινο παράγοντα στον τομέα της εξυπηρέτησης. Δεν μπορεί να γίνει αυτό γιατί υπάρχουν ουκ ολίγες περιπτώσεις που ο πελάτης θέλει κάτι πιο συγκεκριμένο ή δεν ξέρει τι ακριβώς ψάχνει.
Και εκεί είναι που ο ανθρώπινος παράγοντας παίζει το σημαντικότερο ρόλο. Το αναφέρω αυτό γιατί υπάρχουν αρκετές εταιρείες που δραστηριοποιούνται online που σκέφτονται να αφήσουν αποκλειστικά στα chatbots και σε εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης να χειρίζονται τα θέματα εξυπηρέτησης. Τουλάχιστον προς το παρόν, αυτό θα ήταν ένα τεράστιο λάθος.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να δοκιμάσουν τα chatbots και άλλες αντίστοιχες εφαρμογές και λύσεις που κάνουν σταδιακά την εμφάνιση τους. Απλά, θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο προσεκτικοί ώστε να μην εξελιχθεί σε κίνηση μπούμερανγκ.
Εγγραφή στο Newsletter
Θα λαμβάνετε κάθε εβδομάδα τα πιο hot άρθρα στο email σας!
Πρόσφατα άρθρα


Δημοφιλή άρθρα
Categories Menu
Site Menu
Διεύθυνση εταιρείας
Ευμολπιδών 23
118 54, Αθήνα
Γενικές πληροφορίες
info@verticom.gr
(+30) 210 924 55 77