Η πανδημία της COVID-19 και πιο συγκεκριμένα τα μέτρα αντιμετώπισης αυτής, «εκτόξευσαν» τις online αγορές και γενικότερα το ηλεκτρονικό εμπόριο. To 2019 η αξία του eCommerce (όσον αφορά στο B2C κομμάτι) ήταν στα 7,5 δισ. ευρώ και το 2020 ανήλθαν στα 13,3 δισ. ευρώ. Δηλαδή, αυξήθηκαν κατά 77%. Λογικό θα πει κανείς, δεδομένου ότι τα εμπορικά καταστήματα ήταν ουσιαστικά κλειστά.
Το 2021 ήταν στο +9% στα 14,4 δισ. ευρώ. Αναμενόμενο δεδομένου ότι παρέμειναν κλειστά τα εμπορικά καταστήματα. Όμως, το 2022, με τα πάντα ανοικτά, πήγαμε στα 15,84 δισ. ευρώ (+10%) και το 2023 η εκτίμηση είναι πως θα φθάσουμε στα 17,33 δισ. ευρώ (+9%). Άρα, κάτι έχει αλλάξει σε σχέση με το όχι πολύ μακρινό παρελθόν.
Τα στοιχεία προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Έκθεση Ηλεκτρονικού Εμπορίου για το 2023 που δημοσίευσε ο Ελληνικός Σύνδεσμος Ηλεκτρονικού Εμπορίου (GRECA), ο E-Commerce Europe και το Eurocommerce. Και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, είναι ότι μετά το πέρας της πανδημίας βλέπουμε την τάση να συνεχίζει να είναι ανοδική.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, βρίσκεται στην 3η θέση της ευρωπαϊκής κατάταξης όσον αφορά το ποσοστό επί του ΑΕΠ που αντιστοιχεί στο ηλεκτρονικό εμπόριο που διαμορφώνεται στο 7,52%, πίσω μόνο από τη Βρετανία και την Εσθονία.
Όλα αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι ο Έλληνας καταναλωτής έχει αλλάξει. Το 75% των καταναλωτών στη χώρα μας αγοράζει online (από 70% πέρσι και 51% το 2019) και οι αγορές από ηλεκτρονικά καταστήματα αποτελούν πλέον κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Και τα νούμερα θα συνεχίσουν να είναι ανοδικά. Πολύ απλά, γιατί ο Έλληνας καταναλωτής εμπιστεύονται πλέον τα ηλεκτρονικά καταστήματα. Μπορεί να βλέπει τις αξιολογήσεις στα marketplaces, έχει ο ίδιος εμπειρία, ενώ επιπλέον εμπιστεύεται περισσότερο και τις ψηφιακές πληρωμές. Το αποτέλεσμα είναι τα ψηφιακά κανάλια να ενισχύονται διαρκώς.
Βέβαια, δεν περιμένουμε σύντομα τις online αγορές να ξεπεράσουν σε αξία εκείνες στα φυσικά καταστήματα. Κυρίως επειδή για μεγάλης αξίας αγορές ο Έλληνας θα πάει στο κατάστημα. Δύσκολα θα αγοράσει οικιακές συσκευές από το Διαδίκτυο, πολύ περισσότερο ένα αυτοκίνητο. Όμως, τα ψηφιακά κανάλια παίζουν πλέον έναν όλο και πιο σημαντικό ρόλο στο αγοραστικό «ταξίδι».
Μπορεί να μην αγοράσει αυτοκίνητο online, αλλά θα το ψάξει στο Internet. Πριν αγοράσει ψυγείο, θα έχει κάνει όλες τις συγκρίσεις online, θα έχει δει τις διαστάσεις και θα έχει μετρήσει το χώρο που έχει στην κουζίνα του. Και θα πάει έτοιμος στο κατάστημα για να ολοκληρώσει την αγορά.
Το θέμα είναι πως πολλές ελληνικές επιχειρήσεις δεν δείχνουν να έχουν καταλάβει ακόμη την ολοένα και μεγαλύτερη σημασία των ψηφιακών καναλιών. Κυρίως, δεν έχουν κατανοήσει ότι πρέπει να αλλάξουν το επιχειρηματικό μοντέλο και τον τρόπο που είναι οργανωμένες και λειτουργούνμ ώστε να μπορέσουν να παραμείνουν ανταγωνιστικές.
Γιατί ο ψηφιακός μετασχηματισμός δε σημαίνει ότι απλά έφτιαξες ένα ηλεκτρονικό κατάστημα. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι κατά βάσιν επιχειρηματικός. Και σας συνιστώ να ρίξετε μία ματιά στην έρευνα που παρουσίασαν πρόσφατα η Grant Thornton και το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΟΠΑ), η οποία, μάλιστα, αφορά επιχειρήσεις με άνω των 5 εκατ. ευρώ ετήσιο κύκλο εργασιών, για να καταλάβετε τι εννοώ.
Στην Ελλάδα χρειάζεται να υπάρξει αλλαγή νοοτροπίας από πολλές επιχειρήσεις. Διαφορετικά, θα καταλήξουμε να βλέπουμε μία αγορά δύο ταχυτήτων: η μία θα περιλαμβάνει τις επιχειρήσεις που έχουν κατανοήσει τι εστί ψηφιακός μετασχηματισμός και θα έχουν προχωρήσει στο λειτουργικό μετασχηματισμό τους και θα κερδίζουν διαρκώς μερίδια και θα είναι ανταγωνιστικές. Και η άλλη θα περιλαμβάνει εκείνες που θεωρούν ότι δε χρειάζεται να κάνουν ουσιαστικές αλλαγές και «τα ξέρουν όλα» και θα βρεθούν ξαφνικά εκτός παιχνιδιού. Κάτι που, φυσικά, δε θα είναι καλό για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας.