Το 2016, οι ψηφιακές τεχνολογίες συνέβαλαν με 175,1 δις. € στο ΑΕΠ της Ελλάδας. Ωστόσο, σύμφωνα με τον δείκτη DESI (Δείκτης της Ψηφιακής Οικονομίας & Κοινωνίας, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2017), η χώρα μας κατατάσσεται 26η μεταξύ των 28 χωρών-μελών και βρίσκεται στο κατώτατο άκρο της ομάδας των «ψηφιακών ουραγών».
Η έρευνα «Η Ψηφιακή Στρατηγική της Ελλάδας: Ο Δρόμος για την Ανάπτυξη» που παρουσιάστηκε πρόσφατα από την Accenture και υλοποιήθηκε σε συνεργασία με τον ΣΕΒ, παρουσιάζει την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας, στην περίπτωση που η χώρα δεν καταφέρει να κάνει το ψηφιακό άλμα. Στην περίπτωση αυτή, η οικονομία θα συνεχίσει να ολισθαίνει σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας, καθώς τα προϊόντα και οι υπηρεσίες της θα παραμείνουν ακριβά έναντι των παγκόσμιων ανταγωνιστών διατηρώντας την τωρινή παραδοσιακή της δομή, που βασίζεται κυρίως στις υπηρεσίες και την κατανάλωση, καθώς δεν θα παράγει καινοτομία.
Την ίδια στιγμή, το κράτος θα διατηρήσει την αντιπαραγωγικότητά του αλλά και το υψηλό κόστος, χωρίς να μπορεί να αντιμετωπίσει τα διοικητικά εμπόδια που θέτει για τις επιχειρήσεις. Σε ένα τέτοιο κράτος, οι πολίτες δεν θα αποκτήσουν τις απαραίτητες δεξιότητες του μέλλοντος και δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις μελλοντικές απαιτήσεις των επαγγελμάτων τους, ενώ θα συνεχίζεται αμείωτη η διαρροή εγκεφάλων (brain drain) η οποία μπορεί σύντομα να καταλήξει μη -αναστρέψιμη, σύμφωνα με την έρευνα.
Αντίδοτο στη θέση του ψηφιακού ουραγού, αποτελεί, σύμφωνα με την έρευνα, η υιοθέτηση μιας Συνολικής Ψηφιακής Στρατηγικής η οποία θα φέρει άνοδο του ΑΕΠ μεταξύ 4,9 και 7,6 δισ. €. Η στρατηγική αυτή θα πρέπει να αφορά σε τέσσερις βασικούς άξονες που περιλαμβάνουν την υλοποίηση βασικών προαπαιτούμενων, την ηλεκτρονική διακυβέρνηση 2.0, τη δημιουργία εθνικών κλαδικών δράσεων σε τομείς που υπάρχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα καθώς και τη δημιουργία ελληνικού ψηφιακού κόμβου (hub) με διεθνή παρουσία.
Πέρα από τις προτάσεις αυτής της σημαντικής έρευνας, αυτό που διαπιστώνει κανείς όταν έρχεται σε επαφή με νέους που παλεύουν για τις ιδέες τους είτε φεύγοντας σε άλλες χώρες είτε μέσα από τις δικές τους startups, είναι η αίσθηση ότι η επαφή με το παραδοσιακό business δεν είναι τόσο απλή, όσο φαίνεται.
Συχνά, η αντίσταση στην αλλαγή μεταφράζεται από την πλευρά του παραδοσιακού επιχειρείν ως ρεαλισμός και οι νέες καινοτομικές ιδέες ως tech hype, που λόγω κρίσης δεν έχουν εφαρμογή στη χώρα μας. Η κριτική που συχνά κάνουν, κυρίως οι millenials, στο παραδοσιακό business είναι ότι συχνά φοβάται να συναντηθεί με τις αλλαγές που φέρνουν οι ψηφιακές τεχνολογίες προκαλώντας μέχρι και ολοκληρωτικό μετασχηματισμό σε πολλούς κλάδους της οικονομίας και αλλάζοντας τις επιχειρηματικές λειτουργίες.
Το ψηφιακό χάσμα στο business μπορεί να δημιουργήσει το μη αναστρέψιμο brain drain του μέλλοντος. Η άσκηση που καλείται να κάνει σήμερα η παραδοσιακή επιχειρηματικότητα είναι αυτή του «ανοίγματος» στην απόλυτη ανανέωση του τρόπου αντίληψης του κλάδου και των δραστηριοτήτων του.