Καθώς κοντεύουμε πλέον να κλείσουμε (πλησιάζει ο Μάρτης) 33 χρόνια από την «ίδρυση» του Internet, όπως κοινώς αποκαλούμε το World Wide Web, όλο και πληθαίνουν τα κρούσματα (γιατί; μόνο ο κορονοϊός θα έχει;) βίαιου σφαλίσματος αυτού του «παράθυρου στον κόσμο», που τόσο μεγάλο ρόλο παίζει πλέον στη ζωή μας, στη δουλειά και στο σπίτι.
Υπεύθυνοι γι’ αυτού του είδους τους αποκλεισμούς, που μπορεί να κρατάνε ημέρες, εβδομάδες, αλλά και χρόνια, δεν είναι βεβαίως κάποιοι τεχνικοί, αλλά σαφώς πολιτικοί λόγοι. Μ’ άλλα λόγια, εάν και όταν μια κυβέρνηση (που ο Θεός να την κάνει, καθώς αυτά συμβαίνουν σε απολυταρχικά καθεστώτα) δεν θέλει οι πολίτες της να μαθαίνουν τι συμβαίνει εκτός της χώρας αλλά και εντός, αφού ‘εκεί έξω’ η πληροφόρηση είναι ελεύθερη, σε αντίθεση με την ελεγχόμενη στο εσωτερικό της, απλώς δίνει εντολή να κατέβουν οι διακόπτες και να αποκοπεί η σύνδεση – συνήθως επικαλούμενη «λόγους εθνικού συμφέροντος», δηλαδή, στην πραγματικότητα, του δικού της συμφέροντος…
Κι ας φωνάζει ο «πατέρας» του WWW, ο σερ Τιμ Μπέρνερς-Λι, πως η πρόσβαση στον Ιστό και μάλιστα με γρήγορες ταχύτητες σε προσιτή τιμή, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, κι ας καλεί τις κυβερνήσεις να διασφαλίσουν αυτό το «αγαθό» -όπως κάνουν ήδη οι περισσότερες- αλλά και να ελέγξουν τις μεγάλες εταιρίες τεχνολογίας, που έχουν την τάση να λειτουργούν ως κράτος εν κράτει. Υπάρχουν ακόμα -δυστυχώς- αρκετές χώρες που ούτε το ένα τηρούν ούτε το άλλο κάνουν αποτελεσματικά, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σημαντικοί αποκλεισμοί και ανισότητες, σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αυτήν ακριβώς την αντίθεση αναδεικνύουν όλο και πιο συχνά δημοσιεύματα στη διεθνή ειδησεογραφία, τα οποία φωτίζουν τις αρνητικές επιδόσεις κάποιων κυβερνήσεων - εκτός από τους «συνήθεις υπόπτους», όπως η Κίνα, το Ιράν, η Βόρεια Κορέα και η Κίνα, υπάρχουν κατά καιρούς κι άλλες οι οποίες ακολουθούν το παράδειγμά τους, όπως η Λευκορωσία, η Τουρκία, η Σιγκαπούρη, η Σαουδική Αραβία, η Κούβα (όπου η πρόσβαση στο Internet διαβάσαμε ότι επετράπη μόλις το 2018), η Μιανμάρ κ.ά. που θέλουν να επιβάλλουν στους πολίτες με τη βοήθεια της λογοκρισίας και της παραπληροφόρησης τη δική τους αλήθεια ως «μόνη πραγματική».
Μάλιστα, η καταφυγή σε τέτοιες μεθόδους μοιάζει να είναι κοινή πρακτική σε αρκετές αφρικανικές χώρες, που ολοένα συχνότερα προχωρούν είτε στο μισο-κλείσιμο, επιβάλλοντας περιοριστικά μέτρα με ιδιαίτερη έμφαση στα κοινωνικά δίκτυα, είτε στο πλήρες σφάλισμα του «παραθύρου» με ολοκληρωτική απαγόρευση της πρόσβασης. Εντελώς πρόσφατο, το παράδειγμα της Ουγκάντα, που κατέβασε τους διακόπτες πριν από τον β’ γύρο των προεδρικών εκλογών της, στις 14 Ιανουαρίου. Η κυβέρνηση επικαλέστηκε για τη λήψη αυτών των μέτρων (που οι υπέρμαχοι των ψηφιακών δικαιωμάτων χαρακτήρισαν «κοινή λογοκρισία»), «λόγους ασφαλείας»…
Αν θέλαμε, πάντως, να ανακηρύξουμε τον παγκόσμιο πρωταθλητή, όσον αφορά στην επιβολή περιορισμών, την πρώτη θέση θα κυνηγούσε με πολλές αξιώσεις η αχανής Ινδία, που -σύμφωνα με έρευνα στο πλαίσιο του Jigsaw project της Google, η οποία δημοσιοποιήθηκε στις αρχές του περασμένου Σεπτεμβρίου- μόνο στη διάρκεια του 2020, κατέβασε 109 φορές τους διακόπτες, κυρίως σε περιόδους εκλογικών αναμετρήσεων ή κοινωνικών αναταραχών. Μάλιστα, όλο και πιο συχνά χρησιμοποιούνται μέθοδοι από το «οπλοστάσιο» των hacker, προκειμένου να παρεμποδιστεί η πρόσβαση σε συγκεκριμένα «επικίνδυνα» URL, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο για την ελεγχόμενη πληροφόρηση…
Ο υπεύθυνος αυτού του project, Dan Keyserling, δήλωσε χαρακτηριστικά στο Technology Review του ΜΙΤ πως όσο μεγαλύτερο έλεγχο ασκεί η κυβέρνηση μιας χώρας στην τηλεπικοινωνιακή υποδομή της, πιθανώς με την υιοθέτηση του κατάλληλου νομοθετικού πλαισίου, αλλά κάποιες φορές και χωρίς αυτό, τόσο πιο αποτελεσματικοί θα είναι οι περιορισμοί της πρόσβασης στο Διαδίκτυο. Κι αυτή η τάση -σύμφωνα με την έρευνα της Google- γίνεται όλο και πιο έντονη τελευταία καθώς, λόγω της πανδημίας, οι πολίτες στρέφονται περισσότερο στον online κόσμο…
Υπάρχουν, πάντως, και δημοσιεύματα τα οποία στηλιτεύουν την πρακτική κάποιων μεγάλων ονομάτων της τεχνολογίας που πολύ θα ήθελαν να στήσουν μέσα στα επόμενα χρόνια ένα δικό τους και προφανώς απόλυτα ελεγχόμενο δικτυακό «παραμάγαζο», για να εξυπηρετεί τους εμπορικούς σκοπούς τους, με προφανή θύματα τους καταναλωτές, δηλαδή όλους εμάς, τους χρήστες. Γι’ αυτά, όμως, θα μιλήσουμε εν εκτάσει μια άλλη φορά…
Μοιραστείτε το άρθρο
[social_share googleplus="no" linkedin="yes" whatsapp="no" viber="no"]