Πώς μπορεί η χώρα μας να λύσει τα χρόνια προβλήματα της Δημόσιας Διοίκησης χρησιμοποιώντας καινοτόμες τεχνολογικές λύσεις;
Ένα από τα μεγαλύτερα και πιο πολυσυζητημένα προβλήματα του ελληνικού κράτους είναι η γραφειοκρατία και, ειδικότερα, η θρυλική και διαχρονική δυσλειτουργικότητα της δημόσιας διοίκησης.
Πρόκειται για ένα πρόβλημα που έχει μελετηθεί πολύ, με εκφάνσεις γνωστές και συνέπειες πολλαπλές, δραματικές και οφθαλμοφανείς. Πώς θα μπορούσαν τεχνολογικές λύσεις και πληροφοριακά συστήματα να βοηθήσουν στην επίλυση του προβλήματος;
Πώς θα μπορούσε μια τεχνολογική επανάσταση στο ελληνικό Δημόσιο να μειώσει την ταλαιπωρία των πολιτών και να κάνει τις υπηρεσίες του κράτους πιο αποδοτικές και αποτελεσματικές; Αυτά είναι τα ερωτήματα στα οποία απαντά η νέα έρευνα της διαΝΕΟσις για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση στην Ελλάδα.
Η ερευνητική ομάδα, υπό τον συντονισμό του καθηγητή Διομήδη Σπινέλλη, εκπόνησε μια λεπτομερή καταγραφή της κατάστασης της Δημόσιας Διοίκησης και της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης σήμερα στην Ελλάδα, η οποία, μάλιστα, εκτός από τη μελέτη τις βιβλιογραφίας, περιλαμβάνει και μια σειρά από συνεντεύξεις με υπαλλήλους αλλά και με πολίτες σε ΚΕΠ, ΔΟΥ, υποκαταστήματα ΙΚΑ, αστυνομικά τμήματα και γραμματείες νοσοκομείων, δηλαδή στα σημεία όπου οι πολίτες έρχονται συχνότερα σε επαφή με τη δημόσια διοίκηση, αλλά και συνεντεύξεις με στελέχη της δημόσιας διοίκησης αλλά και εταιρειών πληροφορικής.
Στη συνέχεια, οι ερευνητές εξέτασαν μια σειρά από βέλτιστες πρακτικές σε άλλες χώρες, και κατέληξαν σε μια σειρά από ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες προτάσεις για την αναβάθμιση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης στη χώρα μας μέσω του λεγόμενου ψηφιακού μετασχηματισμού των προσφερόμενων υπηρεσιών.
Οι προτάσεις της έρευνας περιλαμβάνουν την απλοποίηση της επικοινωνίας με τους πολίτες με τη δημιουργία ψηφιακής ταυτότητας και μητρώου συναλλασσομένων με το Δημόσιο, τον εκσυγχρονισμό του τρόπου υλοποίησης έργων πληροφορικής μέσω της αναδιάρθρωσης του υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, την απλοποίηση και κωδικοποίηση της νομοθεσίας μεταρρυθμίσεις όπως την αναμόρφωση του πλαισίου εφαρμογής προστασίας προσωπικών δεδομένων και νέες διαδικασίες για τις προμήθειες, αλλά και μια νέα κουλτούρα συνεργατικότητας στη Δημόσια Διοίκηση.
Κυρίως, όμως, είναι απαραίτητο να σχεδιαστεί ένα γενικό, συνδετικό όραμα για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση στη χώρα μας, που θα πρέπει να δίνει την έμφαση στην άριστη εξυπηρέτηση πολιτών, επισκεπτών και επιχειρήσεων από τη Δημόσια Διοίκηση.
Ολόκληρη την έρευνα μπορείτε να την διαβάσετε εδώ.
Παρακάτω θα δούμε μερικά από τα βασικά της συμπεράσματα.
Η κατάσταση σήμερα
Μπορεί κανείς να πει με ασφάλεια πως στις υπηρεσίες της Δημόσιας Διοίκησης επικρατούν κακές συνθήκες. Το περιβάλλον (χώρος και άνθρωποι) δεν είναι φιλικό για τους πολίτες, οι χρόνοι αναμονής σε ουρές παραμένουν πολύ μεγάλοι, υπάρχει ελλιπής ενημέρωση στους υπαλλήλους για τις διαδικασίες, κακή ή ανύπαρκτη συνεννόηση μεταξύ υπηρεσιών, αδιαφορία, κακή οργάνωση, αδυναμία χειρισμού λαθών και εξεύρεσης λύσεων, και όλα αυτά επιπλέον της απουσίας αξιόπιστων ηλεκτρονικών εργαλείων τόσο για τους πελάτες όσο και για τους υπαλλήλους.
Η έρευνα καταγράφει μια σειρά από γλαφυρά παραδείγματα που προκύπτουν κυρίως από τις συνεντεύξεις με τους πολίτες αλλά και τους εργαζόμενους στη Δημόσια Διοίκηση.
Γνωρίζατε, για παράδειγμα, ότι οι φοιτητές που χρειάζονται πιστοποιητικό σπουδών στην αγγλική γλώσσα για να κάνουν μεταπτυχιακό πρέπει να περάσουν από 3 υπηρεσίες (γραμματεία Πανεπιστημίου, Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής, μεταφραστική υπηρεσία ΥπΕξ) και να περιμένουν ως και 24 ημέρες για την ικανοποίηση του αιτήματός τους;
Στις ιστορίες που ανάφεραν οι πολίτες στους ερευνητές περιλαμβάνονται τραγικά παραδείγματα. Δύο υποκαταστήματα του ΙΚΑ, ας πούμε, έδωσαν διαφορετικές πληροφορίες για τα απαραίτητα δικαιολογητικά σε πολίτη για την ίδια διαδικασία.
Άλλος πολίτης κατέθεσε ηλεκτρονικά αίτηση για καταβολή οικογενειακού επιδόματος και έλαβε ειδοποίηση με email για την υποβολή δικαιολογητικών που τελικά δεν χρειάζονταν.
Πολίτης για μια απλή υπόθεσή του χρειάστηκε να περάσει από τέσσερα τμήματα μιας ΔΟΥ δαπανώντας τρεις ώρες, ενώ σε άλλες περιπτώσεις χρειάστηκαν έως και έξι επισκέψεις σε πολλαπλές υπηρεσίες για τη διεκπεραίωση μιας υπόθεσης.
Στο θέμα της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης αλλά και γενικότερα σε θέματα ψηφιακής ανάπτυξης, η χώρα μας είναι αρκετά πίσω από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για παράδειγμα, στον δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η χώρα μας το 2017 καταλαμβάνει την 26η θέση συνολικά και την 24η στον τομέα των ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών.
Είναι στις τελευταίες θέσεις σε μια σειρά από παρόμοιες διεθνείς αξιολογήσεις. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα: είναι τελευταία από 34 χώρες της Ευρώπης σε ποσοστό websites του Δημοσίου που είναι φιλικές σε κινητές συσκευές -μόλις το 9,25%.
Τι σημαίνει ότι «είμαστε πίσω» στην πράξη;
Αφενός ότι ελάχιστες διαδικασίες και δομές της δημόσιας διοίκησης χρησιμοποιούν ψηφιακές λύσεις και πληροφοριακά συστήματα, και αφετέρου ότι πολλές από αυτές που υπάρχουν είναι προβληματικές ή δεν λειτουργούν όπως θα έπρεπε, ενίοτε όχι εξαιτίας κακής υλοποίησης ή προβλημάτων με την τεχνολογία, αλλά εξαιτίας του αλλοπρόσαλλου σχεδιασμού του Δημοσίου και των διαδικασιών του.
Για παράδειγμα, ένα στέλεχος που συμμετείχε στη δημιουργία του e-παράβολου, του πλήρως ηλεκτρονικού συστήματος έκδοσης παράβολων για τους πολίτες, εξήγησε στους ερευνητές το ότι η δημιουργία του ήταν προβληματική, πέραν όλων των άλλων και εξαιτίας του ιλιγγιώδους αριθμού παραβόλων που έχουν οριστεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους για διαφορετικούς φορείς από διαφορετικούς νόμους.
Μέχρι σήμερα έχουν ενταχθεί -μετ’ εμποδίων- στο σύστημα 3.500 είδη παραβόλων από 45 φορείς του Δημοσίου, σε μια εφαρμογή που, παρεμπιπτόντως, ουσιαστικά κατασκεύασαν τέσσερις προγραμματιστές της ΓΓΠΣ το 2013.
Άλλα προβλήματα κυμαίνονται από μικρά, όπως για παράδειγμα το ότι πρόσφατα το website του Γραφείου Πρωθυπουργού έπαψε να λειτουργεί όταν άλλαξε ο πρωθυπουργός και, όταν επανήλθε σε λειτουργία, είχαν εξαφανιστεί όλα τα προηγούμενα περιεχόμενα, μέχρι πιο σημαντικά, δομικά θέματα, όπως το ότι τα δεδομένα των ακινήτων των πολιτών βρίσκονται αποθηκευμένα σε τουλάχιστον τέσσερα διαφορετικά συστήματα του Δημοσίου, τα οποία δεν επικοινωνούν άμεσα μεταξύ τους: στο κτηματολόγιο, στο περιουσιολόγιο ακινήτων (στοιχεία Ε9), στο ELENXIS της ΑΑΔΕ και στο Πόθεν Έσχες της ΓΓΠΣ.
Να πούμε εδώ, εξάλλου, ότι τα στοιχεία του κάθε ενός από εμάς (όνομα, διεύθυνση, τηλέφωνο, αριθμός ταυτότητας, ΑΦΜ, ΑΜΚΑ) υπάρχουν αποθηκευμένα σε κυριολεκτικά δεκάδες διαφορετικά πληροφοριακά συστήματα σε όλο το Δημόσιο.
Εξαιτίας αυτής της κατάστασης πολλοί πιστεύουν πως ως προς την ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, το κράτος μας βρίσκεται περίπου στο μηδέν. Όμως στην πραγματικότητα αυτό δεν ισχύει. Αν και είμαστε ακόμη πολύ πίσω από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολύ σημαντικά βήματα.
Η χώρα έχει «Σχέδιο Δράσης για την Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση» (στο υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης από το 2014), καθώς και μια «Εθνική Ψηφιακή Στρατηγική 2016-2020», που δημοσιεύτηκε το Δεκέμβριο του 2016 από το νεοσύστατο υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης και ειδικότερα από τη Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής, η οποία έχει την ευθύνη για τον κεντρικό σχεδιασμό της ψηφιακής πολιτικής της χώρας.
Αυτό το δεύτερο είναι ένα γενικό σχέδιο για τη χρήση ψηφιακών λύσεων σε διάφορες πτυχές της λειτουργίας του κράτους και διαθέτει ένα ειδικό κεφάλαιο με δράσεις για την αναθεώρηση του τρόπου παροχής ψηφιακών υπηρεσιών του Δημοσίου.
Το κεφάλαιο αυτό προβλέπει μερικές πολύ σημαντικές παρεμβάσεις, όπως την δημιουργία μιας ενιαίας «κυβερνητικής» πύλης στο ίντερνετ (gov.gr), κοινή ηλεκτρονική αυθεντικοποίηση για όλες τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες του Δημοσίου, «έξυπνη» διασύνδεση των υπαρχόντων συστημάτων καθώς και μια σειρά από προδιαγραφές για όλα τα νέα έργα πληροφορικής του Δημοσίου, ώστε να μπορούν να ανταπεξέλθουν στις σύγχρονες ανάγκες και να είναι ευέλικτα και προσαρμόσιμα ώστε να μπορούν να ανταπεξέλθουν και στις μελλοντικές.
Ωστόσο, και τα δύο έγγραφα υποτίθεται ότι θα έπρεπε να ανανεώνονται και να επικαιροποιούνται τακτικά. Η προγραμματισμένη επικαιροποίηση τους το 1ο τρίμηνο του 2017 δεν συνέβη ποτέ, ενώ υπάρχει και μεγάλο κενό ανάμεσα στους στόχους που θέτουν και την υλοποίησή τους, η οποία εμφανίζει τεράστια κενά, και γίνεται αναποτελεσματικά, άναρχα και ασυντόνιστα.
Η Δομή του ΕΣΠΑ 2007-2013
Παρ’ όλα αυτά, κάποια σημαντικά έργα ηλεκτρονικής διακυβέρνησης έχουν ολοκληρωθεί ή, έστω, ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια.
Το σύστημα Taxis, το ενιαίο Δημοτολόγιο και Ληξιαρχείο, η Διαύγεια, το OpenGov κα το OpenData, το Μητρώο Ανθρώπινου Δυναμικού του Ελληνικού Δημοσίου, το Κεντρικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων, η «Εργάνη«, το σύστημα «Ήλιος«, η ηλεκτρονική συνταγογράφηση, το ΣΥΖΕΥΞΙΣ και πολλά άλλα, λιγότερο γνωστά συστήματα (καταγράφονται στη σ. 33 της έρευνας) είτε βρίσκονται σε διάφορα στάδια λειτουργίας και με διάφορους βαθμούς επιτυχίας.
Αλλά κάποια έγιναν. Κάποια λειτουργούν αποτελεσματικά. Μια πρόοδος υπάρχει. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία πρόκειται για έργα χρηματοδοτημένα από το ΕΣΠΑ 2007-2013, μέρος των επιχειρησιακών προγραμμάτων «Ψηφιακή Σύγκλιση» και «Διοικητική Μεταρρύθμιση».
Δυστυχώς, οι περισσότερες από τις χιλιάδες δράσεις που εντάχτηκαν σε αυτά τα προγράμματα είναι μικρές σε κλίμακα, ασύνδετες μεταξύ τους, χωρίς να είναι άμεσα ενταγμένες στο κεντρικό εθνικό σχέδιο, και χωρίς ουσιαστική αξιολόγηση της χρησιμότητας ή της αποτελεσματικότητάς τους εκ των υστέρων.
Επιπλέον, η χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να καλύπτει την ανάπτυξη των πληροφοριακών συστημάτων στη χώρα μας, αλλά δεν καλύπτει τη συντήρηση και αναβάθμισή τους, η οποία θα πρέπει να καλύπτεται από τον κρατικό προϋπολογισμό, πράγμα που έχει οδηγήσει σε αναμενόμενα προβλήματα.
Αυτή τη στιγμή, εξάλλου, σχεδιάζονται μια σειρά από νέα έργα ή η εξέλιξη υπαρχόντων, από την ολοκλήρωση του πολύπαθου Εθνικού Κτηματολογίου και την πλήρη ενοποίηση των Μητρώων του Δημοσίου μέχρι το σύστημα CRMS για την παροχή ηλεκτρονικών υπηρεσιών του Δημοσίου προς τους πολίτες (σε αντικατάσταση της «Εθνικής Πύλης ΕΡΜΗΣ» που ποτέ δεν λειτούργησε αποτελεσματικά) και το σύστημα HRMS για τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού του Δημόσιου τομέα.
Τα βασικά προβλήματα που εντοπίζει η έρευνα είναι η έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού και, κυρίως, η έλλειψη διαχρονικού οράματος για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση.
Παρ’ όλο που η χώρα έχει τα προαναφερθέντα κείμενα που περιγράφουν μια ψηφιακή στρατηγική και θέτουν στόχους ακολουθώντας τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εμφανίζεται ένα μεγάλο κενό ανάμεσα στη διακήρυξη της γενικής στρατηγικής και την υλοποίηση των συγκεκριμένων δράσεων για την επίτευξη των στόχων της.
Δεν υπάρχει συνολικός προγραμματισμός ή ρεαλιστικό πλάνο υλοποίησης, παρά μόνο μεμονωμένες και ασυντόνιστες παρεμβάσεις, κυρίως όταν προκύπτει μια ευκαιρία χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το ακόμα βασικότερο πρόβλημα πίσω από αυτά τα προβλήματα, βεβαίως, είναι η έλλειψη συνέχειας στη Δημόσια Διοίκηση, οι μεγάλες αλλαγές και ανατροπές κάθε φορά που αλλάζουν κυβερνήσεις και πρόσωπα.
Επιπλέον, υπάρχουν και προβλήματα στην ίδια τη Δημόσια Διοίκηση, τα οποία περιλαμβάνουν την απουσία πολιτο-κεντρικής προσέγγισης, τον αναποτελεσματικό σχεδιασμό των γραφειοκρατικών διεργασιών, τα δομικά προβλήματα της Δημόσιας Διοίκησης, το προβληματικό θεσμικό και νομικό πλαίσιο (για παράδειγμα, για να διασυνδεθεί το νέο σύστημα διανομής του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης με το Taxis έπρεπε να αλλάξει νόμος), τη βαθιά πολυπλοκότητα του σχεδιασμού των προσφερόμενων υπηρεσιών, τις ασάφειες, την έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στις υπηρεσίες, το προβληματικό θεσμικό πλαίσιο περί προσωπικών δεδομένων, τα προβλήματα στην κουλτούρα, την εκπαίδευση, την επάρκεια και τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού των δημόσιων υπηρεσιών, τον προβληματικό σχεδιασμό χρηματοδότησης και υλοποίησης πολλών πληροφοριακών συστημάτων, τις χρονοβόρες και ανελαστικές διαδικασίες προμηθειών και τον αποκεντρωμένο σχεδιασμό ασύμβατων μεταξύ τους συστημάτων. Μεταξύ άλλων.
Μερικές βέλτιστες πρακτικές
Άλλες χώρες έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ολοκληρωμένες ψηφιακές λύσεις που βοηθούν τον Δημόσιο τομέα να λειτουργεί εντελώς διαφορετικά.
Στην Εσθονία, που συχνά αναφέρεται ως χώρα-πρότυπο στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση, όλες οι δραστηριότητες που αφορούν το δημόσιο γίνονται ηλεκτρονικά.
Φυσική παρουσία των πολιτών σε δημόσια υπηρεσία απαιτείται μόνο σε τρεις περιπτώσεις: γάμο, διαζύγιο και αγοραπωλησία ακινήτων.
Το κομβικό σημείο σε αυτό το στάδιο υλοποίησης ηλεκτρονικής διακυβέρνησης είναι το σύστημα ταυτοποίησης πολιτών με την ηλεκτρονική τους ταυτότητα, η οποία διαθέτει ενσωματωμένο μικροτσίπ (όπως οι πιστωτικές κάρτες) και μπορεί να λειτουργεί ταυτόχρονα ως ταξιδιωτικό έγγραφο, κάρτα κοινωνικής ασφάλισης, κάρτα για τα ΜΜΜ, πιστοποιητικό ψηφιακής υπογραφής, ταυτότητα για ηλεκτρονικές ψηφοφορίες και τραπεζικές συναλλαγές κ.ά.
Οι περισσότερες από αυτές τις συναλλαγές, εξάλλου, μπορούν να γίνουν και μέσω κινητού τηλεφώνου. Για παράδειγμα, τρεις μήνες πριν από τη λήξη του διπλώματος αυτοκινήτου του, ο Εσθονός πολίτης λαμβάνει μια ειδοποίηση στο email του.
Στη συνέχεια υποβάλει μια αίτηση ηλεκτρονικά «υπογράφοντας» με την κάρτα ή το κινητό τηλέφωνο, και μαζί στέλνει και τη βεβαίωση από τον γιατρό του.
Δεν κάνει τίποτε άλλο. Παραλαμβάνει το καινούριο του δίπλωμα στο σπίτι του με το ταχυδρομείο. Ίσως η σημαντικότερη διαφορά του εσθονικού συστήματος με τη Δημόσια Διοίκηση όπως την γνωρίζουμε, είναι η νοοτροπία, η κουλτούρα και οι προτεραιότητες.
Στις δημόσιες υπηρεσίες του εσθονικού κράτους, για παράδειγμα, υπάρχει ο ρόλος του “service owner” στη Διοίκηση, ένα άτομο σε κάθε οργανισμό, δηλαδή, που φέρει την ευθύνη για την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει ο οργανισμός.
Όλες οι διαδικασίες ακολουθούν μια σειρά από βασικές αρχές (once-only, no-legacy, digital by default κ.λπ.), οι οποίες είναι ξένες προς τη δομή του ελληνικού συστήματος.
Γιατί έχει καταφέρει αυτή η μικρή χώρα να φτιάξει ένα τέτοιο μοντέλο δημόσιας διοίκησης; Ο λόγος είναι απλός: το κράτος της Εσθονίας ανεξαρτητοποιήθηκε μόλις το 1991 και η χώρα έχει μόλις 1,3 εκατομμύρια κατοίκους.
Έτσι είχε την ευκαιρία -και την ευελιξία- να στήσει εκ του μηδενός ένα σύστημα δημόσιας διοίκησης χωρίς προϋπάρχουσες δομές και δυσλειτουργίες. Χώρες, όπως η Ελλάδα, δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα, αλλά μπορούν να υιοθετήσουν και να υλοποιήσουν συγκεκριμένες πετυχημένες πρακτικές στο προϋπάρχον σύστημά τους.
Το θέμα της ταυτοποίησης των πολιτών, ας πούμε, ένα θεμελιώδες πρόβλημα για κάθε γραφειοκρατική δομή, δεν έχει αντιμετωπιστεί μόνο από μικροσκοπικές χώρες όπως η Εσθονία, αλλά και από γιγάντιες χώρες με πληθυσμό χίλιες φορές μεγαλύτερο.
Η Ινδία, συγκεκριμένα, έχει αναπτύξει το Aadhaar, ένα σύστημα ταυτοποίησης των πολιτών με χρήση δακτυλικού αποτυπώματος. Το χρησιμοποιούν 1,1 δισεκατομμύρια άνθρωποι στη χώρα στις συναλλαγές τους με το Δημόσιο, αλλά και σε τράπεζες, καταστήματα κινητής τηλεφωνίας, ασφαλιστικά γραφεία και άλλες υπηρεσίες.
Η έρευνα φέρνει παραδείγματα και από άλλες χώρες, όπως ένα ολοκληρωμένο ηλεκτρονικό μοντέλο καταπολέμησης της διαφθοράς από τις ΗΠΑ, την πολιτική ανοιχτής διακυβέρνησης στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και εφαρμογές από την Πορτογαλία, τη Σουηδία και τη Δανία.
Αλλά επισημαίνει και συγκεκριμένα παραδείγματα καλών πρακτικών από την Ελλάδα όπου, όπως είπαμε και παραπάνω, κάποια πράγματα έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια.
Για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο μέσα σε ένα χρόνο στήθηκε το ηλεκτρονικό σύστημα της Ενιαίας Αρχής Πληρωμής, ένα σύστημα που διαχειρίζεται τις πληρωμές 570.000 δημοσίων υπαλλήλων 3.700 φορέων, χωρίς να χρειαστεί η δημιουργία ενός νέου, δαπανηρού «κλειστού» πληροφοριακού συστήματος, αλλά με μικρές εφαρμογές και χρήση υπαρχουσών τεχνολογιών, είναι αξιοσημείωτος.
Το ενιαίο σύστημα Πόθεν Έσχες που λειτουργεί στη ΓΓΠΣ, το σύστημα «Πανάκεια» που ενοποιεί όλα τα νοσοκομεία της Κρήτης σε ένα ενιαίο Σύστημα Νοσοκομειακής και Ιατρικής Επικοινωνίας, οι δράσεις του δήμου Τρικκαίων, το σύστημα της Διεύθυνσης Μεταφορών της Περιφερειακής Ενότητας Ηρακλείου, το diadikasies.gr που καταγράφει και κατηγοριοποιεί τις υπηρεσίες φορέων του δημόσιου τομέα, ή το βραβευμένο κεντρικό site της Περιφέρειας Ηπείρουγια τους πολίτες, αποτελούν τέτοια παραδείγματα.
Ένα χαρακτηριστικό των περισσότερων ελληνικών καλών πρακτικών, ωστόσο, που τις διακρίνει από τις ξένες, είναι κάτι που αναφέρθηκε εμμέσως και παραπάνω: το ότι δεν προέρχονται από κεντρικό σχεδιασμό, αλλά αποτελούν αυτόνομες προσπάθειες επιμέρους φορέων (ή, σε κάποιες περιπτώσεις, και μεμονωμένων υπαλλήλων επιμέρους φορέων) που προσπαθούν να λύσουν προβλήματα λειτουργίας, επικοινωνίας και ανταλλαγής δεδομένων, με δευτερογενές αποτέλεσμα την καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών.
Οι προτάσεις
Μέχρι σήμερα, το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, και ειδικότερα η Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής έχει την αρμοδιότητα του κεντρικού σχεδιασμού και συντονισμού όλων των σχετικών έργων στη χώρα.
Το ότι αυτές οι αρμοδιότητες συγκεντρώθηκαν σε μία Γενική Γραμματεία αποτελεί, όπως τονίζουν οι ερευνητές, μια πρόοδο. Οι φορείς υλοποίησης των έργων περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την Κοινωνία της Πληροφορίας, το ΕΔΕΤ, την ΗΔΙΚΑ, τις Γενικές Διευθύνσεις Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης σε κάθε υπουργείο, τη ΓΓΠΣ και την ΑΑΔΕ, τη ΓΓΕΤ κ.ά.
Οι ερευνητές, αφού μελέτησαν την παραπάνω δομή, τα προβλήματα, τη βιβλιογραφία και τις βέλτιστες πρακτικές από άλλες χώρες (ή από εξαιρέσεις στον ελληνικό κανόνα), κατέληξαν σε μια σειρά από 23 συγκεκριμένες προτάσεις-στόχους τις οποίες εδώ θα παραθέσουμε σε τίτλους:
1. Η διαμόρφωση ενός νέου οράματος για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση.
Αυτό δεν μπορεί να είναι ασαφές ή να περιορίζεται στη διατύπωση στόχων. Συγκεκριμένα οι ερευνητές το θέτουν ως εξής: “Άριστη εξυπηρέτηση πολιτών, επισκεπτών καθώς και ελληνικών και διεθνών επιχειρήσεων μέσω του ψηφιακού μετασχηματισμού της δημόσιας διοίκησης”. Αυτό πρέπει να είναι το όραμα. Η έρευνα αναλύει λεπτομερώς τις βασικές αρχές υλοποίησης με βάση αυτό το όραμα (σ. 140).
2. Η συνέχεια στη Δημόσια Διοίκηση και η πολιτική βούληση για την υλοποίηση των στρατηγικών σχεδίων.
3. Η ορθή αποτύπωση διαδικασιών και ο ανασχεδιασμός διεργασιών.
4. Η προσεκτική και σταδιακή υιοθέτηση προτύπων της λεγόμενης “Νέας Δημόσιας Διοίκησης”, με σύγχρονες μεθόδους παρόμοιες με αυτές που χρησιμοποιεί ο ιδιωτικός τομέας.
5. Η διαφάνεια και η εμπιστοσύνη με αποτελεσματική προστασία των προσωπικών δεδομένων και πλήρες νομικό πλαίσιο.
6. Η απλοποίηση της νομοθεσίας (η διαΝΕΟσις έχει μια πλήρη πρόταση περί αυτού).
7. Η αναμόρφωση του πλαισίου εφαρμογής προστασίας προσωπικών δεδομένων, ώστε να μπορούν περισσότερες πληροφορίες να χρησιμοποιούνται αποδοτικότερα από δημόσιους φορείς μειώνοντας τη γραφειοκρατία και τις πολύπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες.
8. Η στενή συνεργασία νομικών και τεχνικών υπαλλήλων, και η δημιουργία μιας κοινής αντίληψης και γνώσης των θεμάτων ηλεκτρονικής διακυβέρνησης από όλους τους εμπλεκόμενους.
9. Η θέσπιση διαδικασιών ελέγχου και ανατροφοδότησης.
10. Η εκτίμηση των επιπτώσεων που έχουν νομοθετικές αλλαγές στα πληροφοριακά συστήματα, κάτι που ελάχιστα λαμβάνεται υπ’ όψιν σήμερα. Οι ερευνητές προτείνουν κάθε νόμος να συνοδεύεται από έκθεση επιπτώσεων σε πληροφοριακά συστήματα.
11. Η διαχείριση και ουσιαστική αξιολόγηση του ανθρώπινου δυναμικού της δημόσιας διοίκησης.
12. Η εμπλοκή/συμμετοχή των τελικών δικαιούχων στο σχεδιασμό των πληροφοριακών συστημάτων.
13. Η παροχή κινήτρων για την αξιοποίηση εργαλείων της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.
14. Η εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού όχι μόνο στα νέα συστήματα, αλλά και στις στρατηγικές δυνατότητες των πληροφοριακών συστημάτων γενικότερα.
15. Η διασφάλιση της συντήρησης και περαιτέρω ανάπτυξης των πληροφοριακών συστημάτων.
16. Η δημιουργία ενός πιο ευέλικτου και αποτελεσματικού συστήματος δημόσιων προμηθειών.
17. Η υιοθέτηση αρχιτεκτονικής συστημάτων με ισχυρό κέντρο.
18. Η ολοκλήρωση συστημάτων γύρω από καθολικές -οριζόντιες- υποστηρικτικές υπηρεσίες, για τη διασύνδεση των πολλών λειτουργικών συστημάτων που έχουν ήδη υλοποιηθεί, και όσων θα ολοκληρωθούν στο μέλλον.
19. Η υιθέτηση ανοιχτών τεχνολογιών και η ανάπτυξη των συστημάτων ως λογισμικό ανοιχτού κώδικα.
20. Η ευέλικτη (agile) ανάπτυξη του λογισμικού.
21. Τα πρότυπα δεδομένων και διεπαφών για την καλύτερη διαλειτουργικότητα των διαφόρων συστημάτων του Δημοσίου.
22. Η θεσμική πρόβλεψη για την υποχρεωτική χρήση των πληροφοριακών συστημάτων, για τις περιπτώσεις όπου τα κίνητρα δεν αρκούν ή δεν ενδείκνυνται.
23. Η αξιολόγηση της χρήσης και οι κατάλληλες προσαρμογές.
Σε πιο συγκεκριμένες δράσεις, η έρευνα προτείνει την μετατροπή του σημερινού υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής σε Ψηφιακού Μετασχηματισμού με την διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του ώστε να επιβλέπει και να υλοποιεί σε συνεργασία με το υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης δράσεις για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της Δημόσιας Διοίκησης.
Στο νέο υπουργείο θα πρέπει να υπάγονται όλες οι Γενικές Διευθύνσεις Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης όλων των φορέων της κεντρικής διοίκησης καθώς και οι σχετικοί οργανισμοί (ΚτΠ, ΗΔΙΚΑ, ΕΔΕΤ κ.ά.), ενώ προτείνεται η θέσπιση διακομματικού Γενικού Γραμματέα Ψηφιακής Πολιτικής και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης με πενταετή θητεία.
Με αυτό το σχήμα θα μπορεί να υλοποιηθεί η ψηφιακή στρατηγική με συνέχεια, μπορεί να εξασφαλιστεί ευκολότερα η ομοιογένεια σε μεθόδους και τεχνολογίες υλοποίησης, να γίνεται καλύτερος έλεγχος των διαδικασιών και καλύτερη επικοινωνία με τους επιχειρησιακούς φορείς, ενώ δημιουργείται και ένα περιβάλλον γόνιμο για πολλά εξειδικευμένα και καταρτισμένα στελέχη της Δημόσιας Διοίκησης.
Επιπλέον, η έρευνα θέτει τις βασικές προτεραιότητες στους εξής τομείς της Δημόσιας Διοίκησης:
1. Οικονομική δραστηριότητα (φορολογικά θέματα, ηλεκτρονική τιμολόγηση, τελωνεία, προμήθειες, αδειοδότηση επιχειρήσεων)
2. Δικαιοσύνη (διαχείριση λειτουργίας δικαστηρίων, ποινικό μητρώο)
3. Εργασία (κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια, ασφάλεια εργασίας)
4. Υγεία (λειτουργία νοσοκομείων, αξιοποίηση ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, φάκελος ασθενούς)
5. Τουρισμός και πολιτισμός
6. Διακυβέρνηση (ανοιχτά δεδομένα, εθνικό τυπογραφείο, ψηφιακή ταυτότητα, στρατολογία, διαβατήρια, μητρώο πολιτών, μητρώο δημοσίων υπαλλήλων, ψηφιακό οργανόγραμμα Δημοσίου, ενιαία αρχή πληρωμών)
Στη συνέχεια η έρευνα διατυπώνει 14 συγκεκριμένες προτάσεις για συγκεκριμένες δράσεις, από τον ηλεκτρονικό φάκελο υγείας για κάθε πολίτη μέχρι το ηλεκτρονικό εισιτήριο για τους χώρους τουριστικού ενδιαφέροντος, κι από το κεντρικό μητρώο συναλλασσομένων με το Δημόσιο μέχρι ένα κεντρικό ψηφιακό οργανόγραμμα για τους δημόσιους υπαλλήλους.
Η σημασία αυτών των μεταρρυθμίσεων δεν μπορεί να υποτιμηθεί.
Όποιο μέτρο σύγκρισης κι αν χρησιμοποιεί ο καθένας μας, από την προσωπική μας εμπειρία στις επαφές μας με το δημόσιο, ή από συγκεκριμένα στοιχεία, σαν τα $5 δισ. που έχει εξοικονομήσει η Ινδία από την εφαρμογή του ηλεκτρονικού συστήματος ταυτοποίησης με τα δακτυλικά αποτυπώματα, η αξία της εφαρμογής λύσεων της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης είναι αναμφισβήτητη.
Και όχι μόνο επειδή επιτρέπει στο κράτος να κάνει τα πράγματα που είναι υποχρεωμένο να κάνει καλύτερα, ταχύτερα και πιο αποδοτικά, αλλά και επειδή του δίνει τη δυνατότητα να υλοποιήσει δράσεις και διαδικασίες που χωρίς ψηφιακή τεχνολογία θα ήταν αδύνατες. Κρατήστε ως τελευταίο στοιχείο μόνο αυτό:
Μόνο στα δύο πρώτα λεπτά λειτουργίας της ηλεκτρονικής πλατφόρμας για την υποβολή αιτήσεων για το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης κατατέθηκαν 70 αιτήσεις. Προγράμματα σαν κι αυτό χωρίς τη βοήθεια της τεχνολογίας είναι πρακτικά αδύνατο να υλοποιηθούν στην εποχή μας.
Πηγή:www.dianeosis.org