
Η ‘έκρηξη’ της Τεχνητής Νοημοσύνης (και, οσονούπω, του Agentic AI, που ακολουθεί κατά πόδας), με ολοένα περισσότερες εφαρμογές να εντάσσονται στην καθημερινότητά μας, έχει εκτινάξει στα ύψη, όπως είναι φυσικό, τη ζήτηση για το σημαντικότερο ‘συστατικό’ των αναγκαίων υποδομών, τους επεξεργαστές και τα κάθε λογής συνοδευτικά microchip. Που, βέβαια, δεν είναι οι ‘παλιές’, γενικής χρήσης μονάδες, αλλά απολύτως εξειδικευμένα μικροκυκλώματα, τα οποία κατασκευάζονται για να καλύψουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις σημερινές αναβαθμισμένες λειτουργικές απαιτήσεις των data center και γενικότερα των μυριάδων ψηφιακών συστημάτων.
Η αυξημένη ζήτηση, όμως, προϋποθέτει και αυξημένη διαθεσιμότητα, κάτι που (αν δεν είσαι ο ίδιος παραγωγός μικροκυκλωμάτων, όπως δεν είναι τα περισσότερα κράτη γι’ αυτό και εισάγουν) συνδέεται άμεσα με τη γεωπολιτική ισχύ και την κυριαρχία μιας χώρας η ενός συνασπισμού χωρών. Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα για ηπείρους χωρίς παράδοση στο ‘σπορ’, όπως η Ευρώπη, που -παρά τις επιστημονικές και ερευνητικές ‘δάφνες’ της- ως πρόσφατα κάλυπτε σχεδόν το σύνολο των αναγκών της εισάγοντας μικροκυκλώματα, κυρίως από την Ασία και τις ΗΠΑ.
Όμως, οι δύσκολοι καιροί, με την παγκόσμια πανδημία, τις αλλεπάλληλες κρίσεις και τις πολεμικές συρράξεις απέδειξαν πως είναι πολύ καλύτερο και κυρίως ασφαλέστερο να φροντίζεις μόνος σου τα του οίκου σου, ώστε να έχεις (έστω και περιορισμένη) αυτονομία και να μην εξαρτάται η ψηφιακή καθημερινότητά σου από ξένους προμηθευτές και τον πάντα αστάθμητο παράγοντα της τύχης.
Για την Ευρώπη, η αντίδραση ήταν η διαμόρφωση κοινής στρατηγικής σ’ αυτό τον τομέα, που εγκρίθηκε τον Ιούλιο του ’23 και συνοψίσθηκε στο AI Act, την αφιερωμένη σ’ αυτό το μείζον θέμα Πράξη, με την οποία πρέπει να ‘συμβαδίσουν’ εντός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος όλες οι χώρες-μέλη, προκειμένου η ΕΕ να ανακτήσει μέρος έστω της τεχνολογικής ανεξαρτησίας της.
Απώτερος στόχος, η κατάκτηση μεριδίου 20% της παγκόσμιας παραγωγής μικροκυκλωμάτων ως το τέλος αυτής της δεκαετίας, για την επίτευξη του οποίου διατέθηκαν ήδη 43 Β€ ως αρχικός προϋπολογισμός, χωρίς να αποκλείονται ενισχύσεις. Μόνο που αυτός ο φιλόδοξος στόχος αποδεικνύεται ‘όνειρο απατηλό’ στην πράξη – ο πήχης μπήκε πολύ ψηλά, έκρινε στα τέλη Μαρτίου το European Court of Auditors, που προβλέπει ότι το ευρωπαϊκό μερίδιο στην αγορά δεν πρόκειται να ξεπεράσει ως το 2030 το επίπεδο του 11,7%...
Αποτυχία; Ναι και όχι! Η δυσοίωνη πρόβλεψη για αδυναμία επίτευξης αυτού του υψηλού στόχου ‘χτύπησε καμπανάκι’ στους 27 (που δεν είναι, βεβαίως άμοιροι ευθυνών γι’ αυτή την αναιμική πορεία, αφού και η δική τους προσπάθεια ήταν υποτονική), με αποτέλεσμα να γίνουν τους επόμενους μήνες διαβουλεύσεις επί διαβουλεύσεων. Στα τέλη Σεπτεμβρίου εξέδωσαν ομόφωνο κοινό ανακοινωθέν με ‘μπροστάρη’ τον συνασπισμό Semicon Coalition -ο οποίος είχε ιδρυθεί με πρωτοβουλία της Ολλανδίας τον Μάρτιο, αμέσως μετά τα δυσάρεστα μαντάτα- πιέζοντας πλέον για αναθεώρηση του Chips Act.
Αυτό που ζητάνε είναι ένα Chips Act 2.0, μια νέα, προσαρμοσμένη στην πραγματικότητα Πράξη για τη στρατηγική βιομηχανία των micochip η οποία ‘θα επιβάλει δυναμική πορεία προς τα εμπρός, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι σημερινές τρωτότητες, να αξιοποιηθούν οι τεχνολογικές ευκαιρίες και να ‘χτιστεί’ ένα ανθεκτικό οικοσύστημα ημιαγωγών, που θα υποστηρίζει την ευημερία, την ανθεκτικότητα και την τεχνολογική αυτονομία της Ευρώπης’. Πέρα από τη σημειολογία των λέξεων, οι προτάσεις του Semicon Coalition -οι οποίες υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της ευρύτερης διαβούλευσης που άνοιξε η Επιτροπή, με λήξη στις αρχές Δεκεμβρίου- συνοψίζονται σε λίγες βασικές προτεραιότητες.
Συγκεκριμένα, ζητείται ενίσχυση των προσπαθειών R&D του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα σε όλα τα επίπεδα σε συνδυασμό με τις ανάλογες συνέργειες, ο συντονισμός των εθνικών, ευρωπαϊκών και ιδιωτικών επενδύσεων με μείωση της γραφειοκρατίας, η στήριξη εκτεταμένων προγραμμάτων ανάπτυξης δεξιοτήτων σε τοπικό και διεθνές επίπεδο, η επιλογή αποκλειστικά βιώσιμων μεθόδων παραγωγής, αλλά και η σύσταση διακρατικών επιχειρήσεων, που μοιράζονται τους ίδιους στόχους, οι οποίες θα έχουν πρόσβαση σε χρηματοδοτούμενες από την ΕΕ υποδομές.
Οι χώρες-μέλη που υπογράφουν το αίτημα θεωρούν ότι η εφαρμογή αυτών των μέτρων θα έχει ως αποτέλεσμα την αξιόπιστη παραγωγή ημιαγωγών για την κάλυψη συγκεκριμένων κρίσιμων τομέων και τη διασφάλιση τεχνολογικής πρωτοπορίας στην έρευνα, τη σχεδίαση, τα υλικά, τη βιομηχανική κατασκευή και τις εφαρμογές. Μένει, πλέον, να δούμε αν η πρότασή τους θα γίνει κατ’ αρχάς δεκτή (το πιθανότερο!) και πόσο αποτελεσματική θα είναι η εφαρμογή της.