Πριν από λίγες ημέρες -συγκεκριμένα, στις 20 Μαρτίου- ο πάντα δραστήριος GSMA με την επικουρία κορυφαίων Ευρωπαίων παρόχων κινητής τηλεφωνίας παρουσίασαν το στρατηγικό όραμα του κλάδου, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Connecting Europe to 2030 – A Mobile Industry Manifesto for Europe». Μανιφέστο; «Βαριά» η λέξη…
Ενδεχομένως, αλλά «βαριά» και τα προβλήματα -πάντα κατά τους παρόχους- σε έναν τομέα ιδιαίτερα κρίσιμο στην εποχή της νέας κανονικότητας, όπου η συνδεσιμότητα αποτελεί παράγοντα εκ των ων ουκ άνευ, ικανή και αναγκαία συνθήκη για όλα τα μεγάλα ζητούμενα, που έχουμε ορίσει από χρόνια ως στόχους της ‘ψηφιακής και πράσινης’ δεκαετίας στην ήπειρό μας. Κι εκεί, δεν χωρούν αναβολές και μισές λύσεις, όπως σημειώνουν, καθώς ο καιρός περνάει.
Αναγνωρίζοντας πως σήμερα δεν είμαστε δα στην καλύτερη δυνατή θέση, όσον αφορά στον άγριο παγκόσμιο ανταγωνισμό για τα μερίδια στην «πίτα» της αγοράς, το μανιφέστο ζητάει να γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα διασφαλίσουν ότι η ψηφιακή οικονομία στην Ευρώπη θα καταφέρει -υιοθετώντας ένα μίγμα καινοτομικών και βιώσιμων δικτυακών λύσεων- να επιστρέψει στο παιχνίδι και να διεκδικήσει πάλι (αποκαθιστώντας την ιστορική συνέχεια) μια ηγετική θέση, ως το τέλος της δεκαετίας.
Αυτό, βέβαια, κάθε άλλο παρά εύκολο είναι, με τόσους και τόσους «μνηστήρες» να διαγκωνίζονται στην αγορά, με τα πολιτικο-οικονομικά εμπόδια να πληθαίνουν και τα power games να είναι ο κανόνας. Όμως, βρισκόμαστε πλέον σε ένα σημείο καμπής κι αν όχι τώρα, πότε θα γίνουν οι κινήσεις που πρέπει;
Στο μανιφέστο γίνεται ευρεία αναφορά στις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, κατά και μετά την πανδημία, και τον καταλυτικό ρόλο που συνεχίζουν να παίζουν στην καθημερινότητά μας, με ‘μπροστάρη’ σε πλήθος εφαρμογές τις ασύρματες επικοινωνίες, θυμίζοντας πως οι Βρυξέλλες έχουν θέσει ως στόχο την πλήρη κάλυψη της ηπείρου με 5G και την αξιοποίηση της πανταχού παρούσας δυνατότητας διασύνδεσης ως το 2030.
Μόνο που, για να γίνει αυτό, οι πάροχοι ζητούν να βρεθούν λύσεις για τις σημερινές συστημικές προκλήσεις, στις οποίες κατατάσσουν την πολυδιάσπαση της αγοράς, τα κανονιστικά εμπόδια και τους φραγμούς σε διάφορες επενδυτικές προσεγγίσεις, που «στραγγαλίζουν την αναπτυξιακή πορεία και ανταγωνιστικότητα» του τομέα των τηλεπικοινωνιών στην Ευρώπη.
Από την πλευρά τους, προτείνουν τρεις στρατηγικούς τομείς δράσης αυτούς της διασυνδεσιμότητας επόμενης γενιάς, της ψηφιακής καινοτομίας και της ‘πράσινης’ μετάβασης, δίνοντας μάλιστα και κάποια παραδείγματα (καθότι στους τρεις τομείς ‘χωράνε πολλά’, κάτω από την ‘ομπρέλα’ τους) επιτυχημένων πρωτοβουλιών και δράσεων, που ξεκινούν από κάποια «έξυπνα» εργοστάσια, περνούν στις ψηφιακές εφαρμογές σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και φτάνουν ως την «έξυπνη» γεωργία και τη διαχείριση «έξυπνων» πόλεων. Κοινός παρονομαστής όλων αυτών, η -βασισμένη σε κινητές και καινοτόμες εφαρμογές- οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, πάντα βεβαίως με «πράσινο» πρόσημο.
Το μανιφέστο -με προφανείς αποδέκτες, Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- ζητάει την υιοθέτηση «ενός νέου πλαισίου ψηφιακών υποδομών, που θα ενισχύει τις επενδυτικές δυνατότητες και την καινοτομία σε μια εναρμονισμένη ψηφιακή αγορά». Μ’ άλλα λόγια, ζητάει αλλαγές στα ισχύοντα (ενίοτε ξεπερασμένα) κανονιστικά πλαίσια, ώστε να γίνουν περισσότερο ρεαλιστικά και να δίνουν απαντήσεις στις σημερινές ανάγκες. Κάτι που δεν παρέλειψε να τονίσει και ανώτερο στέλεχος του GSMA, κατά την επίσημη παρουσίαση του μανιφέστου, που δήλωσε ότι «αποτελεί τη δέσμευσή μας στη συνεργασία και την πρόοδο, το θεμέλιο για να διεκδικήσει η Ευρώπη και πάλι τη θέση της ως παγκόσμιος ηγέτης στην ψηφιακή τεχνολογία και την καινοτομία, οικοδομώντας τις υποδομές επόμενης γενιάς που απαιτούνται ώστε οι πολίτες και οι επιχειρήσεις στην Ευρώπη να προοδεύσουν και να μεγαλουργήσουν πέρα από το 2030».
Αξίζει να σημειωθεί πως η δημοσίευση μανιφέστων ανάλογων με αυτό του GSMA δεν είναι κάτι σπάνιο στο περιβάλλον των Βρυξελλών, με δυο πρόσφατα παραδείγματα εκείνα του Digital Europe και του European Digital SME Alliance. Προφανώς περιλαμβάνουν χρήσιμα ευρήματα ερευνών, στατιστικά στοιχεία και προβλέψεις, προφανώς υποστηρίζουν τις γενικότερες πολιτικές της Επιτροπής «δείχνοντας» τους ίδιους στόχους, αλλά συχνά τους «βλέπουν» από την οπτική γωνία του φορέα που παρουσιάζει κάθε μανιφέστο και καταρχάς προωθούν τις δικές του προτεραιότητες. Ακόμα κι έτσι, όμως, αποτελούν μια πολύ χρήσιμη συνεισφορά κι ένα ‘καμπανάκι’ για ανάληψη δράσης.