
Στον ψηφιακό κόσμο, στον οποίο ήδη έχουμε μπει για τα καλά αξιοποιώντας καθημερινά τις δυνατότητές του σε πλήθος τομείς, τα πάντα όλα βασίζονται στους κάθε λογής επεξεργαστές, τα chip στη γλώσσα της αγοράς, που αποτελούν το ‘μυαλό’ και την ‘καρδιά’ των ψηφιακών κυκλωμάτων.
Με αυτό σαν βάση, δεν θέλει μεγάλη σοφία για να καταλάβει ακόμα και ο πιο αδαής περί τα γεωπολιτικά ότι εκείνος ο οποίος κατασκευάζει και διαθέτει σε ικανό απόθεμα τα αναγκαία chip κι επίσης κατέχει την ανάλογη τεχνογνωσία, ώστε να τα αξιοποιεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο σε ψηφιακές διατάξεις και εφαρμογές, θα βγαίνει κερδισμένος στη σκληρή διαμάχη και τον ανταγωνισμό για την κυριαρχία (βλέπε sovereignty) σ’ αυτόν τον ταλαίπωρο κόσμο.
Με δεδομένο πως η ψηφιακή και η πολιτική κυριαρχία είναι πλέον στενά συνδεδεμένες, όσοι υστερούν μένουν πίσω και ‘χάνουν πόντους’ στον αδυσώπητο πόλεμο για την τεχνολογική, άρα και την πολιτική κυριαρχία, που με τη σειρά της είναι συνδεδεμένη με την εν τοις πράγμασι εθνική ανεξαρτησία. Σ’ αυτόν τον πόλεμο, οι βασικοί μονομάχοι τα τελευταία χρόνια είναι δυο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα, με την Ενωμένη Ευρώπη να διεκδικεί τον ρόλο του μπαλαντέρ, δηλαδή του ενδιάμεσου, που είτε συντάσσεται με τον ένα είτε με τον άλλον, αναλόγως συνθηκών και περιστάσεων.
Έτσι, ενώ ‘είμασταν’ με τους Αμερικανούς (άλλωστε, όλες οι σημαντικές Big Tech ήταν και παραμένουν αμερικανικές), η τεχνολογική άνοδος των Κινέζων (με ανάλογη κάθοδο των τιμών) τους έδωσε πριν από λίγα χρόνια σημαντική ώθηση και αξιοπρόσεκτα μερίδια στην αγορά, αρχικά των ‘Made in China’ (ή PRC) συσκευών, που σχεδιάζονταν αλλού και απλώς κατασκευάζονταν στην Κίνα, και -σε δεύτερο χρόνο- των καθαρά δικών τους συσκευών, με ιδιαίτερες επιδόσεις στα κινητά τηλέφωνα, αλλά τελευταία και στα (ολοένα πιο ψηφιακά, πλέον) αυτοκίνητα.
Η γεωπολιτική διαμάχη των δυο υπερδυνάμεων, τελευταία, μαζί με τις πιέσεις εκ μέρους της Ουάσιγκτον στην Ευρώπη και σε πολλαπλά επίπεδα για απόρριψη και απαγόρευση κυκλοφορίας των κινεζικών προϊόντων, με αιχμή του δόρατος τα θέματα ασφαλείας, έγειρε πάλι αισθητά την πλάστιγγα προς τα αμερικανικά.
Όμως, η πανδημία με τις ανατροπές που έφερε σε πλήθος τομείς απέδειξε στις ‘νομοθετούσες’ Βρυξέλλες ότι είναι αναγκαία πλέον η τοπική παραγωγή chip, εξ ου και οι σημαντικές διορθωτικές κινήσεις στις οποίες προχώρησαν σ’ αυτόν τον τομέα, με το Chips Act και όχι μόνο. Στόχος, η τοπική παραγωγή και κάλυψη τουλάχιστον του 20% των ευρωπαϊκών αναγκών ως το 2030. Πόσο εφικτό είναι αυτό, βεβαίως, μένει να φανεί στην πράξη τα αμέσως επόμενα χρόνια – για την ώρα, πάντως, φαίνεται δύσκολο…
Τους τελευταίους μήνες, η εντεινόμενη -ειδικά, μετά την ανάληψη της προεδρίας για δεύτερη φορά από τον Ντόναλντ Τραμπ- κόντρα Αμερικής και Κίνας, με τις δυο χώρες να υπερθεματίζουν σε έναν συνεχιζόμενο αγώνα τιμωρητικών δασμών, έχει οξύνει ακόμα περισσότερο την κατάσταση, με τις συνέπειες να θεωρούνται τουλάχιστον απρόβλεπτες. Πότε η μια πλευρά ‘έχει το πάνω χέρι’ και πότε η άλλη…
Στο πιο πρόσφατο επεισόδιο, η κινεζική Huawei (που έχει υποστεί ‘πολλές άδικες διώξεις’ σε ΗΠΑ και Ευρώπη, σύμφωνα με δηλώσεις ανώτερων στελεχών της -και- στον γράφοντα), ανακοίνωσε πριν από λίγες ημέρες τη δημιουργία δικού της πανίσχυρου AI chip, μετά την ουσιαστική απαγόρευση εξαγωγής στην Κίνα των ‘καθιερωμένων’ στην αγορά ανάλογων chip της NVIDIA.
Σύμφωνα με το Reuters, το Huawei Ascend 920, που σχεδιάστηκε για τις ανάγκες της κινεζικής αγοράς, μετά τις πρόσφατες αμερικανικές επιθετικές κινήσεις, μπορεί να επεξεργαστεί 900 TFLOPs ανά κάρτα και διαθέτει εύρος μνήμης 4 TB/s, προδιαγραφές που το κάνουν πολύ ισχυρότερο του NVIDIA H20, υποδεέστερης έκδοσης του ‘κλασικού’ NVIDIA’s H100, του μοναδικού που επιτρέπεται να διατεθεί στην κινεζική αγορά. Ανάλογες απαγορεύσεις και περιορισμοί ισχύουν, επίσης, για τους επεξεργαστές της AMD.
Κατά τους New York Times, που αναφέρθηκαν σ’ αυτή την εξέλιξη με (μάλλον φοβικό) άρθρο τους, η Huawei ανταγωνίζεται πλέον ευθέως την Apple στα κινητά τηλέφωνα και τις (μόνες, δυστυχώς, ευρωπαϊκές κατασκευάστριες) Ericsson και Nokia στις τηλεπικοινωνιακές υποδομές. Συγκαλυμμένα, δε, θεωρεί ως κακό σενάριο την πιθανότητα η κινεζική εταιρία να συμμαχήσει επιχειρηματικά με την DeepSeek, κίνηση που -προφανώς- θα ενισχύσει τις φιλοδοξίες του Πεκίνου, όσον αφορά στην αξιοποίηση εφαρμογών της Τεχνητής Νοημοσύνης που, σήμερα, ελέγχονται κυρίως από τις ΗΠΑ.
Έχουμε μέλλον μπροστά μας…