Πώς «ωριμάζουν» οι startups
Στις αρχές του 2014, η έρευνα της Endeavor αποτύπωνε μια εντυπωσιακή άνοδο για τις startups στην Ελλάδα, σε μια εποχή όπου όλα υπόσχονταν πολλή νεανική επιχειρηματικότητα. Ο Χάρης Μακρυνιώτης, διευθύνων σύμβουλος της Endeavor Greece, μάς μιλά σήμερα για το τοπίο των startups και των funds το 2015 και την εξέλιξη των στοιχείων που έδειχνε η έρευνα. «Η αίσθησή μας είναι ότι συνεχίζεται ο ρυθμός αύξησης των startups εταιρειών στη χώρα μας, ενώ παράλληλα ξεκαθαρίζει το κομμάτι των υποστηρικτικών υπηρεσιών», τονίζει. «Υπάρχει, επίσης, μια πληθώρα από incubators και accelerators, οι οποίοι πλέον λειτουργούν και με την υποστήριξη ευρωπαϊκών πόρων. Μέσα στον επόμενο χρόνο, εκτιμώ ότι θα υπάρξει ένας κύκλος συγχωνεύσεων μεταξύ τους. Επίσης, διαπιστώνουμε μια τάση εξισορρόπησης και των δραστηριοτήτων των πολυεθνικών εταιρειών που ασχολήθηκαν με τις startups. Η έρευνα είχε αποτυπώσει τη σημασία των τεσσάρων funds αποτελώντας ένα παράδειγμα καλής χρήσης και αξιοποίησης ευρωπαϊκών πόρων». Μέσα από τη διαδικασία αυτή, ξεπήδησαν σημαντικές εταιρείες, «οι οποίες μπορεί να μην έχουν τη δυνατότητα να λύσουν το πρόβλημα της ανεργίας στη χώρα, αλλά αποτελούν υγιές κομμάτι της επιχειρηματικότητας». Οπως επισημαίνει ο Χ. Μακρυνιώτης, μια σημαντική διάσταση στην αύξηση των startups στο διάστημα 2010-13 είναι ότι αποτέλεσαν τον τρόπο να κρατηθεί στη χώρα ανθρώπινο δυναμικό υψηλής δυναμικότητας.
Πάντως οι startups... μεγαλώνουν. Στην αρχή, όπως εξηγεί ο Χ. Μακρυνιώτης, οι ιδρυτές τους ήταν κυρίως νέοι που πλησίαζαν το τέλος των σπουδών τους, ήταν 25-26 χρόνων. Σήμερα, η startup σκηνή ωριμάζει, καθώς τη σκυτάλη παίρνουν οι 35άρηδες, βλέποντας ότι ο ιδιωτικός τομέας, από τον οποίο προέρχονται, δεν παρουσιάζει μεγάλες προοπτικές για καριέρα στελέχους και επιδιώκουν να κάνουν κάτι δικό τους, μεταφέροντας εμπειρίες που έχουν ήδη αποκτήσει στη δουλειά και την καριέρα τους.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως μας εξηγεί ο Χ. Μακρυνιώτης, οδηγούμαστε στην παρούσα φάση σε περισσότερο βιώσιμα δεδομένα. Κάποιες εταιρείες αποτυγχάνουν, όπως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο, αποδεικνύοντας ότι αυτό που πιστεύαμε για αέναη ανάπτυξη των εταιρειών του χώρου δεν ήταν αληθινό. «Η εμπειρία μας σήμερα από τη Sillicon Valley μέχρι το Ισραήλ δείχνει ότι κάποιες εταιρείες αποτυγχάνουν και κάποιες πετυχαίνουν. Ομως αυτό που είναι σημαντικό, είναι ότι πολλές από τις εταιρείες που αποτυγχάνουν ξαναπροσπαθούν, γεγονός που αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχίας τους στην επόμενη φάση. Επίσης, κάτι που συμβαίνει ειδικά στο χώρο των startups, είναι ότι η πρώτη γενιά που πέτυχε ή απέτυχε παίζει τον ρόλο του μέντορα ή του προτύπου για τις επόμενες γενιές. Ετσι δημιουργείται μια κοινότητα που αποτελείται όχι μόνον από ανθρώπους που προσπαθούν, αλλά κι από εκείνους που έχουν ήδη επιτύχει».
Στο ερώτημα αν υπάρχουν επιτυχημένες πρακτικές ή success stories στον χώρο, ο Χ. Μακρυνιώτης εκτιμά ότι βιαστήκαμε να μιλήσουμε για συνολικές επιτυχίες. Παρόλα αυτά, όπως εξηγεί, «υπάρχουν σήμερα startups που έχουν προχωρήσει σε συγκεκριμένα θέματα, όπως -για παράδειγμα- να σηκώσουν μια μεγάλη χρηματοδότηση. Ομως, ξεπεράσαμε την εποχή της ηρωοποίησής τους».
Στις τάσεις στο άμεσο μέλλον ο Χάρης Μακρυνιώτης εντοπίζει την τάση ανοίγματος των startups σε άλλους κλάδους. Ο κλάδος της τεχνολογίας κατάφερε να αναπτύξει, όπως μας εξηγεί, σημαντικό αριθμό πρωτοβουλιών χτίζοντας με αυτόν τον τρόπο κοινότητες. Σήμερα, το αντίστοιχο δεν συμβαίνει και σε κλάδους όπως ο τουρισμός. «Η δημιουργία εξειδικευμένων funds και η ανάπτυξη των εταιρειών αναμένεται να δημιουργήσει αντίστοιχες κοινότητες και σε άλλους κλάδους. Επίσης, στον χώρο της εκπαίδευσης, παρ' ότι υπάρχουν πολλοί διαγωνισμοί που προωθούν την έρευνα, δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη επαρκώς το επιχειρείν ως κουλτούρα στα ακαδημαϊκά ιδρύματα».
Στην επόμενη φάση, όπως σημειώνει ο Χ. Μακρυνιώτης, στο περιβάλλον των startups αναμένεται να υπάρχουν λιγότεροι φορείς, funds εστιασμένα στην τεχνολογία αλλά και σε άλλους τομείς, περισσότερη διασύνδεση πανεπιστημιακών-προγραμμάτων-επιχειρήσεων, ενώ θα έχει ωριμάσει η κοινότητα.
Αξιολογώντας τα ελληνικά startups, ο Χ. Μακρυνιώτης αναφέρεται στα δυνατά τους σημεία που σχετίζονται με το ιδιαίτερα υψηλό ανθρώπινο δυναμικό, ειδικά σε κάποιους τομείς όπως οι developers. Η οικονομική κρίση και το... ιδιαίτερο επιχειρηματικό περιβάλλον εκπαιδεύουν τους startuppers σε σκληρές συνθήκες δοκιμάζοντας τη διάθεση και την επιμονή τους. Ωστόσο, σε επόμενη φάση, οι ξένοι επενδυτές, ιδιαίτερα οι Αμερικανοί, ζητούν από τις startups να μετακομίσουν στο σύνολό τους στις ΗΠΑ.
Οι επενδυτές, όπως μας εξηγεί ο συνομιλητής μας, εκτιμούν ότι οι Ελληνες startuppers είναι ιδιαίτερα καλοί στο όραμα, τους στόχους, την καινοτομία και τη δημιουργικότητα και λιγότερο δυνατοί στην υλοποίηση. Τα Jeremie funds, σημειώνει, ήταν καλά για την πρώτη προσέγγιση των startups με χρηματοδοτήσεις. Ομως διαπιστώνει ένα κενό σε ό,τι αφορά το seed investment που αφορά το πρώτο στάδιο χρηματοδότησης μιας startup, αλλά και την ακόμη μεγαλύτερη χρηματοδότηση που αφορά την ανάπτυξη των επιχειρήσεων του χώρου (το scale up) σε άλλες χώρες. Εκεί διαφοροποιούνται οι εταιρείες που έχουν κάνει όλη την ανάπτυξή τους στη χώρα μας και βρίσκονται αντιμέτωπες με την ανάπτυξή τους σε άλλες αγορές, σε αντιδιαστολή με εκείνες που έχουν κάνει παράλληλα ανοίγματα. Πάντως, οι startups μοιραία κάποια στιγμή προκειμένου να ανταποκριθούν στον διεθνή τους χαρακτήρα ανοίγονται σε άλλες αγορές και μεταφέρουν την έδρα τους σε άλλες χώρες ανάλογα με τον προσανατολισμό τους, κρατώντας στην Ελλάδα τομείς όπως η έρευνα και η ανάπτυξη.
«Τα funds με τα οποία συνεργαζόμαστε συνήθως χρηματοδοτούν πλατφόρμες που μπορούν να αναπτυχθούν και εκτός Ελλάδας σε επίπεδο πρώιμης startup. Την τελευταία περίοδο στρέφονται και σε στοχευμένες επιστημονικές ή τεχνολογικές λύσεις. Υπάρχει μια ισχυρή τάση για εμπιστοσύνη σε δοκιμασμένα σχήματα που παρουσιάζουν λιγότερο ρίσκο και διαθέτουν ήδη εμπειρία. Εμείς βοηθούμε με πρόσβαση σε επενδυτικά κεφάλαια και στρατηγική καθοδήγηση μέσω του παγκόσμιου δικτύου που έχουμε σε όλο τον κόσμο. Εχουμε ήδη 15 εταιρείες στο portfolio μας και θέλουμε να επιλέγουμε 6 εταιρείες κάθε χρόνο για να προστεθούν στο δυναμικό μας. Οι πιο πολλές από αυτές εξάγονται και αξιοποιούν το γεγονός ότι οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, λόγω της κρίσης, βάζουν φρένο στις επενδύσεις τους, κερδίζοντας έδαφος. Οι εταιρείες αυτές δημιουργούν ένα ενδιαφέρον ρεύμα και σε επίπεδο οικονομίας».
Αλεξάνδρα Λεφοπούλου
(Πρωτοπαρουσιάστηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών, τον Ιούλιο του 2015)