O χώρος της τεχνολογίας -ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη και ραγδαία επεκτεινόμενη ‘εισβολή’ της Τεχνητής Νοημοσύνης στην καθημερινότητά μας- δεν είναι προφανώς «ένας κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος», όπως τον ονειρευόταν πριν από δυο αιώνες ο ποιητής… Κάθε άλλο! Με δεδομένη την ολοένα μεγαλύτερη εξάρτησή μας από την ψηφιακή τεχνολογία, έχει μετατραπεί σε πεδίο ανηλεούς αγώνα για κυριαρχία ανάμεσα σε χώρες, συνασπισμούς και ηπείρους.
Η απεξάρτηση και η αυτονομία -τουλάχιστον όσον αφορά στα κύρια τεχνολογικά αγαθά, όπως η πρόσβαση στο διαδίκτυο και ο βασικός εξοπλισμός σε προσιτή τιμή- παραμένουν το μέγα ζητούμενο για κάθε κράτος ή ομάδα κρατών, όπως πχ. η Ενωμένη Ευρώπη, που μετέβαλε πρόσφατα τη στρατηγική της (το πάθημα της πανδημίας, η οποία διατάραξε για μήνες τις αλυσίδες τροφοδοσίας πλήττοντας ευθέως πολλές αγορές, ήταν σίγουρα ένα καλό μάθημα) και λαμβάνει πλέον σωρεία μέτρων και πρωτοβουλιών προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες, όμως, όσο περνάει ο καιρός τόσο περισσότερο διαμορφώνονται και αρχίζουν πλέον να παγιώνονται οι δυο πλευρές σ’ αυτόν τον αγώνα . Τα τελευταία χρόνια έχουμε αποδεχτεί εκόντες-άκοντες την ύπαρξή τους, αν και οι ‘αψιμαχίες’ ακόμα συνεχίζονται, καθώς το ‘ρήγμα’ είναι μεν γεγονός, αλλά τα ‘σύνορα’ είναι ακόμα ρευστά και μεταβαλλόμενα. Προφανώς, οι δυο πλευρές δεν είναι άλλες από την Κίνα και τον (έστω χαλαρό, ακόμα) συνασπισμό ΗΠΑ-ΕΕ, την αποκαλούμενη μονολεκτικά ‘Δύση'.
Με τους Αμερικανούς κυρίως να θέτουν ‘εκτός νόμου’ τη μια μεγάλη κινεζική κατασκευάστρια ή πάροχο υπηρεσιών μετά την άλλη, πιέζοντας και τους Ευρωπαίους να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο, με τις απαγορεύσεις σε εξαγωγές ημιαγωγών να πληθαίνουν και τις πόρτες να κλείνουν ερμητικά, το χάσμα ανάμεσα στα δυο αντίπαλα στρατόπεδα όχι μόνο διευρύνεται, αλλά και βαθαίνει διαρκώς.
Χαρακτηριστική απόδειξη του τελευταίου, η ισχυρή πλέον τάση -με τους κυβερνώντες στο Πεκίνο να ‘ρίχνουν λάδι στη φωτιά’, προσφέροντας κίνητρα και διευκολύνσεις- των μεγάλων Κινέζων κατασκευαστών να αφήνουν πίσω τους τους προμηθευτές της Δύσης και να προσπαθούν να καλύψουν τις ανάγκες τους σε πρώτες ύλες και εξαρτήματα εκ των ενόντων, με όσα βρίσκουν (ή μπορούν να κατασκευάσουν εσπευσμένα) στην ίδια τη χώρα τους.
Για παράδειγμα, η Huawei -της οποίας πολλά προϊόντα έχουν αποκλειστεί πλέον από «ευαίσθητους» σε θέματα ασφαλείας χώρους και στην Ευρώπη, εκτός από τις ΗΠΑ- συνεχίζει να αναπτύσσει τη δική της τεχνολογία σε ημιαγωγούς και ειδικά στους νέους επεξεργαστές για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων της Τεχνητής Νοημοσύνης, στη νέα γενιά υπολογιστικών συσκευών.
Μάλιστα, το Bloomberg όπως και άλλες ειδησεογραφικές ιστοσελίδες δημοσίευσαν στα τέλη Σεπτεμβρίου άρθρα σύμφωνα με τα οποία κυβερνητικοί αξιωματούχοι στο Πεκίνο ζητούν από τις κινεζικές κατασκευάστριες στον χώρο της Πληροφορικής να μην προμηθεύονται (παρότι επισήμως αυτό δεν έχει απαγορευτεί ακόμα, πιθανώς για πολιτικούς λόγους, ώστε να αποφευχθούν επώδυνα για τα κινεζικά προϊόντα αντίποινα) τα καινούρια ΑΙ chip της Nvidia της σειράς H20, τα οποία θεωρούνται τα ισχυρότερα από πλευράς επιδόσεων, παγκοσμίως. Η Nvidia έως πρόσφατα πωλούσε το 25% της παραγωγής της σε κινεζικές κατασκευάστριες, αν και όχι το νέο μοντέλο, αλλά το παλιότερο Η100, με επιδόσεις κατά 50% χειρότερες.
Αντ’ αυτού, οι αρχές προτείνουν το Ascend 910c της Huawei, που μαζί με άλλες εταιρίες έχουν αρχίσει να σημειώνουν πρόοδο και σ’ αυτόν τον τομέα. Να μη μιλήσουμε, βεβαίως, συνολικά για την γενναία υποστηριζόμενη από το κράτος καινοτομία, όπου οι Κινέζοι δείχνουν να έχουν ‘πάρει παραμάζωμα’ τη Δύση, στους περισσότερους – επτά στους δέκα, τους υπολογίζουν- τομείς.
Όμως, όσο και να θέλουν να πάνε παρακάτω δύσκολα θα τα καταφέρουν, γιατί δεν έχουν πρόσβαση σε μηχανές ‘λιθογραφίας 3-5 νανομέτρων’ που απαιτούνται για τα προηγμένα chip και βασίζονται σε (πατενταρισμένη, βεβαίως) δυτική τεχνολογία. Η δική τους λύση είναι μεν καλή για υψηλής ποιότητας κινητά και άλλες συσκευές, αλλά όχι ακόμα για AI laptops.
Έχουμε, λοιπόν, δυο διαφορετικούς κόσμους, που αντιμάχονται μεταξύ τους για την τεχνολογική κυριαρχία στον κόσμο. Και δεν είναι πλέον καθόλου απίθανο να επαληθευτεί το σενάριο που κυκλοφορεί ανάμεσα στους ειδήμονες της αγοράς (επανάληψη, άραγε, του ανταγωνισμού ΗΠΑ-Ιαπωνίας, τη δεκαετία του ’80;) σύμφωνα με το οποίο το παγκόσμιο εμπόριο στον χώρο της τεχνολογίας θα χωριστεί σταδιακά σε δυο κατηγορίες: στα high-tech και τα low-tech αγαθά, με τη Δύση να παράγει κυρίως τα πρώτα και την Κίνα (που και τώρα διακρίνεται σ’ αυτά) κυρίως τα δεύτερα.